ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΔΙΟΝΥΣΗ ΤΟΥ ΜΑΝΤΟΥΚΑ : Ά ΜΕΡΟΣ

Τ

Το σπίτι του σιορ Διονύση δέσποζε περήφανο και κοφτερό στην άνω πλατεία της πόλης. Το άλλο σπίτι – ακριβώς απέναντι – ήταν το διοικητήριο των Ενετών, που είχε δοθεί ως ένδειξη καλής θέλησης στους μπελκανταδόρους κατακτητές, από τον σιορ Κωνσταντίνο Ρόικο, για να τον “αφήκουν ήσυχο να κάμει τις βρωμοδουλειές του”, που έλεγαν και οι ντόπιοι.

Η άνω πλατεία ήταν η καρδιά της πόλης. Το απόγευμα μαζευόντουσαν όλοι και βολτάρανε – ή και όχι – και κατάστρωναν τα σχέδια για την επαύριον ή και για πιο σύντομα ακόμα, το βράδυ δηλαδή, που σιγά σιγά θα έπεφτε στην πόλη.
Κάθε καρυδιάς καρύδι έπιανε το πόστο του στην πλατεία με το που έπεφτε ο ήλιος. Από μικροαγρότες από τα χωριά παραέξω, που πάσχιζαν οι δόλιοι να πουλήσουν κάνα κουμ κουάτ, για να ταΐσουν την πολυπληθή συνήθως οικογένειά τους, ως τους πιο καπάτσους, οι οποίοι είχαν πάρει χαμπάρι ότι τα αγροτικά προϊόντα δεν έχουν και μεγάλη πέραση στην πόλη.

Έτσι η πλατεία ανάμεσα στις μικρές κυρίες που βόλταραν με το άχρηστα – λόγω της ώρας – ομπρελίνα τους, γέμιζε και με “μικρές κυρίες” που ήταν πρόθυμες να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους ξαναμμένους γεροκόντηδες, έναντι πινακίου φακής φυσικά.
Αυτή ήταν και η “βρωμοδουλειά” του σιορ Ρόικου. Αλώνιζε τα χωριά, μάζευε τα πιο όμορφα ανήλικα κοριτσάκια, και αφού τα αγόραζε κυριολεκτικά από τους γονείς τους, τα έφερνε στην πόλη και τα ξαμόλαγε στην πλατεία για να βγάλουν το ψωμί τους και για να στείλουν τίποτα πίσω στους δικούς τους.

Τυπικά ήταν όλες υιοθετημένες από τον Ρόικο, που σκατά στον τάφο του, δεν ήταν άνθρωπος αυτός. Μόλις κάποια από τις “κόρες” του καβάτζωνε τα δεκάξι, την πάντρευε με όποιον πλούσιο γέρο έδινε τα περισσότερα. Αν τυχόν υπήρχε κάποια που αντιδρούσε, τότε ο σιορ Ρόικος την “κατέστρεφε” με τέτοιο τρόπο, που θα ήταν απίθανο να βρει έστω και κάποιον απελπισμένο να την αποκαταστήσει. Έτσι και οι “κατεστραμμένες του Ρόικου” πιάναν κι αυτές τις γωνίες τους στα σκοτεινά καντούνια γύρω απ΄ την πλατεία, όχι φυσικά για να δοθούν, αλλά για να ζητιανέψουν ίσα για να επιβιώσουν.
Αυτή ήταν η άνω πλατεία. Μια καρδιά σάπια, που χτύπαγε μόνο στο ρυθμό των ευκατάστατων “Ρόικων”.

Η δοξασία ότι ο σιορ Διονύσης του Μάντουκα θα έδινε ηρωικό τέλος σ’ αυτή την αθλιότητα της πλατείας, παρέμεινε απραγματοποίητη πεποίθηση των κατοίκων τις πόλης και δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς.
Στον σιορ Διονύση είχαν προσδώσει ένα ηρωικό άρωμα λόγω του σπιτιού του και τίποτα παραπάνω. Από μόνος του φαινόταν ένας φιλήσυχος άκληρος γεράκος, που το μόνο που περίμενε ήταν να πεθάνει, και το μόνο που τον ανησυχούσε ήταν να τον βρουν εγκαίρως να μη βρωμίσει. Οι κάτοικοι τις πόλης όμως δεν είχαν πού αλλού να στηριχθούν παρά μόνο στην εικόνα. Στην εικόνα του κοφτερού σπιτιού του σιορ Διονύση του Μάντουκα.

Από τη μια μεριά το διοικητήριο του Ρόικου και από την άλλη το σπίτι του Μάντουκα. Από τη μια τα πολύχρωμα παράθυρα – χαρακτηριστικά της τοπικής αρχιτεκτονικής – και οι περικοκλάδες, και από την άλλη ένα κατάλευκο μαρμάρινο κτίριο με αιχμηρές γωνίες, που παρασάγγες απείχε από την κομψή αισθητική της πόλης και του νησιού γενικότερα. Το σπίτι δεν ήταν όμορφο, δεν ήταν καν συμπαθητικό. Ήταν αυστηρό και επιθετικό. Το πρωί αντανακλούσε τις ακτίνες του ήλιου με τέτοιο τρόπο που ήταν πολύ δυσάρεστο να περάσεις από δίπλα. Μπάφιαζες από τη ζέστα που ανάδιδε το λευκό μάρμαρο. Και σαν έπεφτε το βράδυ και ειδικά τον χειμώνα, πάγωνες και μόνο στη θέα του ψυχρού αυτού κατασκευάσματος.
Το σπίτι, δεν ανήκε στον τόπο αυτό. Ήταν σα να είχε φτιαχτεί στο μέλλον και από λάθος ή από σκοπιμότητα είχε τοποθετηθεί εκεί. Πάντως χτίστης ντόπιος δεν το ‘χε χτίσει. Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο.

Ένα σίγουρο, αν και παράλογο βέβαια, συμπέρασμα ήταν ότι ούτε ο σιορ Διονύσης ήταν για το σπίτι, ούτε το σπίτι για τον Μάντουκα, αλλά ούτε και για τον τόπο αμφότεροι. Ίσως γι΄ αυτό είχαν εναποθέσει τις ελπίδες για “καθάρισμα” της πλατείας οι ντόπιοι σ’ αυτό το περίεργο δίδυμο. Ίσως γιατί ότι δεν το καταλαβαίνεις μαθαίνεις να το ηρωοποιείς.

Όπως ήταν αναμενόμενο, ούτε ο σιορ Διονύσης, πόσο μάλλον το οίκημα, δεν έσωσαν καμία πλατεία και καμία “μικρή κυρία”. Τη λύση για άλλη μια φορά την έδωσε ο χρόνος. Ο ισχυρότερος αφανιστής των κατεστημένων. Ο Pόικος πέθανε κάποια στιγμή από βαθιά γεράματα, και οι κάτοικοι της πόλης του επιφύλαξαν μια άκρως μεγαλοπρεπή κηδεία. Αυτοί που πάσχιζαν όλα αυτά τα χρόνια να σωθούν από δαύτον εναποθέτοντας τις ελπίδες τους στον γέρο Διονύση, ήταν οι ίδιοι που οδήγησαν τον σκατάνθρωπο Ρόικο, στην τελευταία του κατοικία. Τελικά οι άνθρωποι δεν αλλάζουν ποτέ. Μπορεί να σου γαμούν την κόρη, αλλά αν όλα τα άλλα είναι τακτοποιημένα δεν τρέχει τίποτα. Πέθανε όμως και ο σιορ Διονύσης του Μάντουκα και ο φόβος του έγινε πραγματικότητα. Τον βρήκαν καμιά εικοσαριά μέρες μετά, κακαρωμένο και κοκκαλωμένο στη πορσελάνινη χέστρα πάνω, αφού η βρώμα είχε κατακλύσει την πλατεία.


 

Με τη γυναίκα μου βρεθήκαμε στο νησί για να διευθετήσουμε τις λεπτομέρειες για την πώληση του κτήματος στο χωριό. Καθώς ήταν ακατοίκητο για χρόνια, το σπίτι “είχε πέσει μέσα” και ο περιβάλλοντας χώρος είχε ολοκληρωτικά κυριευτεί από τα χόρτα που είχαν φτάσει το ενάμισι μέτρο ύψος. Θα τρώγαμε μέρες εκεί μέχρι να καθαρίσουμε στοιχειωδώς τον χώρο και φυσικά θα μέναμε στην πόλη.

Αφού κανονίσαμε τους εργάτες για το ξεχορτάριασμα, είχαμε δυο μέρες καιρό μέχρι να καλέσουμε τον μεσίτη να αναλάβει την πώληση. Έτσι μετά από χρόνια γάμου βρεθήκαμε λίγο μόνοι σε ένα ωραίο νησί. Ίσως να τα καταφέρναμε να γυρίσουμε ζευγάρι, κάτι που είχαμε πάψει να είμαστε πολλά χρόνια τώρα.
Είχα πατήσει τα πενήντα για τα καλά και έβλεπα ότι είχα δυο επιλογές: Να παλέψω να σώσω τον κατεστραμμένο γάμο μου και να γεράσω μέσα σ’ αυτόν ή να τα διαλύσουμε όλα και να πεθάνω από κείνη τη στιγμή μέχρι τη στιγμή που θα πεθάνω κανονικά, μόνος σαν τον σιορ Διονύση.

Την ήξερα καλά την ιστορία του σιορ Διονύση του Μάντουκα και του σιορ Ρόικου. Από παιδί την άκουγα να την λένε οι παππούδες μου τα καλοκαίρια που περνάγαμε στο νησί. Για κάποιο λόγο αυτοί οι δύο μνημονεύονταν πάντα μαζί, παρόλο που όσο ζούσαν δεν αντάλλαξαν ούτε μια ματιά.

Η γυναίκα μου εξέφρασε την επιθυμία να της πω την ιστορία τους. Την είχα αναφέρει πολλές φορές στο παρελθόν σαν την ιστορία που είχε στοιχειώσει τα παιδικά μου χρόνια, αλλά έμενα στην ξερή αναφορά, γιατί δεν έβλεπα το αντίστοιχο ενδιαφέρον από τη μεριά της. Μάλλον τώρα να θεωρεί ότι αυτό είναι μια καλή αρχή για να αρχίσουμε να συζητάμε για μας. Θεώρησα σωστό ότι το κατάλληλο περιβάλλον θα έκανε καλό και σε μας και στην ιστορία που θα της αφηγούμουν κι έτσι βρεθήκαμε το πρώτο βράδυ στην άνω πλατεία να φάμε και να μιλήσουμε. Δεν την θυμόμουν έτσι την πλατεία.

Την τελευταία φορά που είχα βρεθεί εκεί τα πράγματα δεν ήταν όπως τώρα. Στο άλλοτε γυαλιστερό πλακόστρωτο της είχε εγκατασταθεί η λαχαναγορά της πόλης και σαν έπεφτε το βράδυ έκαναν την εμφάνισή τους οι σκιεροί τύποι της πόλης, οι ίδιοι που υπάρχουν σε κάθε πόλη, αυτοί που κουβαλάνε τη νύχτα στην ψυχή τους και που μεταδίδουν σαν ασθένεια το σκοτάδι σε κάθε ψυχή που τους συναναστρέφεται.

Μετά από χρόνια και με απόφαση του τότε δήμαρχου, που συμπτωματικά ήταν μακρινός απόγονος του Ρόικου, η άνω πλατεία καθαρίστηκε επιτέλους “ψυχή τε και σώματι” και εξελίχθηκε σε ένα κοσμοπολίτικο μέρος, που σε τίποτα δε θύμιζε τις παλιές, αλλά και τις παλιότερες εποχές.
Υπήρχε όμως κάτι που αν ήξερες σου προκαλούσε εντύπωση. Το σπίτι του σιορ Διονύση του Μάντουκα είχε ερειπώσει για τα καλά. Κανείς ποτέ δεν ασχολήθηκε να περισώσει αυτό το περίεργο κτίσμα, αν μη τι άλλο ως κάτι περίεργο, ως κάτι παράταιρο, στην τελική ως μια διαφωνία που εξυψώνει την αρμονική γύρω του αρχιτεκτονική.

Υπήρχε όμως και κάτι άλλο που με εξαγρίωνε. Ο Διονύσης του Μάντουκα δεν είχε πειράξει ποτέ του ούτε μύγα. Τουλάχιστον γι’ αυτό θα άξιζε μια καλύτερη μεταχείριση το οίκημα που γεννήθηκε, μεγάλωσε και πέθανε. Αντ’ αυτού οι υπάλληλοι του δήμου το είχαν φωτίσει δήθεν καλλιτεχνικά, ώστε ακόμα να προκαλεί τη χλεύη, όπως τότε.

Όσο τρώγαμε, τόσο και μεγάλωνε η περιέργειά μου για το σπίτι αυτό. Τα “γιατί” και οι υποθετικές απαντήσεις δίναν και παίρναν στο κεφάλι μου, ενώ παράλληλα εξιστορούσα όσα ήξερα για τους δύο “μονομάχους της πλατείας”.
«Και φυσικά πρωταγωνιστής είναι ο άνθρωπος, δεν είναι;» με ρώτησε κάπως περιπαικτικά η γυναίκα μου. «Μου μιλάς για τα σπίτια και δε μου λες τίποτα για τους ανθρώπους που τα είχαν!» συμπλήρωσε όταν είδε την απορία στο βλέμμα μου.
Πράγματι είχε δίκιο και αναρωτιέμαι, γιατί κάνεις μας ποτέ, κανείς ντόπιος,  δεν το είχε σκεφτεί έτσι.

Όλοι μιλούσαν για το διοικητήριο του Ρόικου και το τερατούργημα του Μάντουκα, αλλά κανένας ποτέ δεν αναρωτήθηκε ποιοι ήταν αυτοί.
Τι ξέραμε παραπάνω για τον Ρόικο, εκτός της ιδιότητάς του ως σκατάνθρωπου εκμεταλλευτή της ανθρώπινης φτώχιας; Ή τι γνωρίζαμε για τον φιλήσυχο Διονύση, εκτός του ότι ήταν άφαντος;

Η διαπίστωση της γυναίκας μου με προβλημάτισε σε τέτοιο βαθμό, που με έβαλε σε σκέψεις για την κοινή συνείδηση του τόπου αυτού. Κανένας μα κανένας ποτέ δεν ασχολήθηκε ουσιαστικά με την ιστορία τους. Όλοι αρκέστηκαν σ’ αυτά τα λίγα που πέρασαν από στόμα σε στόμα μέσα στα χρόνια και έγιναν ιστορία ατεκμηρίωτη.

Προσπάθησα να εξιστορήσω στη γυναίκα μου όσα ήξερα και αντιλήφθηκα ότι ήταν σχεδόν αδύνατο να αποστασιοποιηθώ. Μίλαγα και ένιωθα ότι αυτή η ιστορία του τόπου μου, δεν ήταν απλώς “μια ιστορία”, αλλά ήταν μπηγμένη μέσα μου, καρφωμένη στο υποσυνείδητό μου, σαν βιωμένη.

Το διοικητήριο του Ρόικου είχε μετατραπεί σε ένα έξοχο ξενοδοχείο. Είχα κλείσει το δωμάτιο πολλούς μήνες πριν, τότε ακόμα που δεν ήμασταν καν σίγουροι τι θα συναντήσουμε στο κτήμα. Για μένα ήταν μονόδρομος: Αν μέναμε τελικά στην πόλη, θα μέναμε στου Ρόικου. Μετά το γεύμα μας κάναμε μία μικρή βόλτα στα καντούνια και καταλήξαμε στο ξενοδοχείο. Τις αποσκευές μας τις είχα ήδη στείλει απευθείας από το αεροδρόμιο, ώστε να μην υπήρχε ουδεμία περίπτωση να μην καταλήξουμε εκεί.

«Το δωμάτιό σας είναι έτοιμο κύριε Καλλονά. Όπως μας ζητήσατε, έχει θέα στην πλατεία» με ενημέρωσε η ρεσεψιονίστ και μας έδωσε το κλειδί. Το δωμάτιο ήταν όπως ακριβώς το περιμέναμε. Ένα δωμάτιο διακοσίων και βάλε χρόνων με τα πάντα καλοσυντηρημένα και ανακαινισμένα. Το παράθυρο κρυβόταν πίσω από μία κουρτίνα μπλάιντ, άλικου χρώματος. Δεν την τράβηξα για να αποκαλύψω την θέα της πλατείας, αν και ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα. Είχα ψυχανεμιστεί, ότι η γυναίκα μου είχε μια υποβόσκουσα ανησυχία. Δεν είχα καταλάβει ακριβώς αν ανησυχούσε για μένα ή η ιστορία των μονομάχων την είχε αγριέψει. Όπως και να ‘χε έπρεπε να κάνω υπομονή. Θα άνοιγα την κουρτίνα το πρωί.

Το σεξ μετά από τόσο καιρό ήταν αποκαλυπτικό. Γαμηθήκαμε σαν δύο άλλοι. Ήμουν εκεί και ταυτόχρονα όχι. Ήταν σα να έλεγχα τις κινήσεις του σώματός μου από ψηλά με νήματα. Ότι είχα φανταστεί ποτέ μπορούσε να γίνει, αρκεί να κουνούσα σωστά τα νήματα και οι απανωτές ηδονές περνούσαν μέσα από τα σχοινιά και με τράνταζαν ολόκληρο. Στο τέλος η συμβία μου με φίλησε και πέσαμε σε έναν γλυκό ύπνο.

Ξύπνησα κατά τις τέσσερις παρά αδικαιολόγητα ιδρωμένος. Ο χειμώνας στο νησί είναι βαρύς και η υγρασία διαπερνά τους τοίχους των παλιών χτισμάτων σα να είναι αόρατα. Φόρεσα τη ζακέτα μου και άναψα ένα τσιγάρο. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι δεν θα τραβήξω εκείνη τη ρημάδα την κουρτίνα, παρά μόνο το πρωί. Δεν κρατήθηκα. Έσβησα το τσιγάρο λίγο πάνω απ’ τη μέση και με αργά φοβισμένα βήματα κατευθύνθηκα προς το παράθυρο. Και τι δεν πέρασε απ’ το μυαλό μου εκείνη τη στιγμή. Αδικαιολόγητα όλα.

Δεν ξέρω τι περίμενα να δω πάνω στο πλακόστρωτο της άνω πλατείας, αλλά το πιο πιθανό θα ήταν να έβλεπα τις προετοιμασίες του φούρνου που ακουμπούσε το ερειπωμένο σπίτι του σιορ Διονύση. Θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια τα καλοκαίρια στο νησί και όλες τις ιστορίες που λέγαμε με τα ξαδέλφια μου τα βράδια στην αυλή του σπιτιού. Σκαρφιζόμασταν τρομακτικές ιστορίες και οι μεγαλύτεροι φοβίζαμε τα μικρότερα. Αυτό μπορούσε να γίνει οποιαδήποτε στιγμή χωρίς καμία συνεννόηση. Όποιος ήθελε να πει ιστορία έλεγε απλά «Ένα! Δύο! Τρία!» και ξεκίναγε να την αφηγείται. Αυτό το μέτρημα ήταν το λιγότερο που μπορούσαμε να κάνουμε για τους μικρότερους από μας, ώστε να προλάβουν να προετοιμαστούν ή να κλειστούν μέσα στο σπίτι. Κανένας ποτέ δεν το έκανε.

«Ένα, δύο, τρία!» και τράβηξα την κουρτίνα.


 

Η πλατεία απλώθηκε μπροστά μου και όλα τα κτίρια στεκόντουσαν μπηγμένα μέσα της και διέκοπταν το μοτίβο των τετράγωνων πλακών της. Όμως η εικόνα είχε κάτι περίεργο: Ούτε εστιατόρια, ούτε μπαρ, ούτε φασαρία, αλλά κυρίως, ούτε άνθρωποι. Αδύναμες λάμπες ίσα που έγλυφαν την μεγάλη πλατεία και μεγάλωναν τις σκιές κινούμενων όντων, ακαθόριστων, που κινιόντουσαν στις παρυφές του σκοταδιού. Πριν καταλήξω ότι βλέπω ένα περίεργο όνειρο, άνοιξα το παράθυρο και ένιωσα την υγρασία να κυριεύει το σώμα μου και μαζί μ’ αυτή τη μυρωδιά της ασετιλίνης να μου γδέρνει τη μύτη. Ο αέρας μύριζε αλλιώς και με μισή ανάσα μπούχτιζα.

Ήταν προφανές ότι το παράθυρο είχε θέα στο παρελθόν.

Απέναντι, εκεί που τελείωνε το φως και πλάκωνε το σκοτάδι, δεν ξεχώριζε τίποτα. Δεν ήταν δυνατόν να διακρίνω το σπίτι του σιορ Διονύση, παρ’ όλη τη λευκότητά του. Ένα κάρο σταμάτησε μπροστά στο ξενοδοχείο και ο καροτσέρης κατέβηκε και χτύπησε δυνατά την πόρτα. Ακούστηκαν ανδρικές ομιλίες που σιγά – σιγά γινόντουσαν έντονες. Στην προσπάθειά μου να ακούσω τι λένε, έσκυψα αρκετά έξω απ το παράθυρο και ξαφνικά μία ριπή αέρα ανακάτεψε την μυρωδιά της ασετιλίνης με κάτι τόσο δυσάρεστο, που παραλίγο να χάσω τις αισθήσεις μου. Τραβήχτηκα πίσω και το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν ένα χέρι να κρέμεται έξω απ’ τα καλύμματα της καρότσας. Έκλεισα το παράθυρο, τράβηξα τη βαριά κουρτίνα, αλλά η μυρωδιά αυτή δεν έφευγε από τη μύτη μου. Τώρα παρακαλούσα να είναι όνειρο. Η κατάσταση δεν έμοιαζε διαχειρίσιμη. Ύποπτοι τσακωμοί, μυρωδιές θανάτου και ο ίδιος ο θάνατος ακριβώς κάτω απ΄ τα πόδια μου. Έπρεπε να είναι όνειρο κακό, αλλιώς τι;

Άναψα πάλι τσιγάρο και σκέφτηκα ότι είναι από μόνο του παράλογο να πιστεύω ότι όλο αυτό δεν είναι όνειρο. Είναι απλά ένα πολύ ζωντανό όνειρο. Αυτή η σκέψη με καθησύχασε και ξάπλωσα δίπλα στο ζεστό σώμα της γυναίκας μου. Αύριο το πρωί θα ανοίξουμε μαζί την κουρτίνα και όλα θα είναι σωστά τοποθετημένα στον χρόνο τους. Στον δικό μας.

Το πρωί ξύπνησα, ενώ η γυναίκα μου ακόμα κοιμόταν. Πλύθηκα και ετοιμάστηκα να κατέβω στην πλατεία να φέρω καφέ. Τη στιγμή που ξεκλείδωνα την πόρτα, άκουσα ποδοβολητά στις σκάλες. Ασυναίσθητα ξανακλείδωσα και οπισθοχώρησα προς το κρεβάτι.
«Κύριε Καλλονά είστε μέσα; Ανοίξτε την πόρτα σας παρακαλώ!»
Η φωνή που με καλούσε ακουγόταν επιτακτική. Ένιωθα ότι αν δεν ανοίξω, θα σπάσουν την πόρτα και θα μπουκάρουν μέσα, αλλά γιατί;
«Αγάπη μου ξύπνα, κάτι δεν πάει καλά» φώναξα στη γυναίκα μου και εκείνη δε σάλεψε. Τράβηξα τα σκεπάσματα.

Σαν αόρατο πέπλο η χθεσινή μυρωδιά θανατικού με σκέπασε και μου ΄κοψε την ανάσα. Κοίταξα την ξαπλωμένη γυναίκα μου και είδα τα μάτια της ανοιχτά αλλά θαμπά και το χρώμα της, άχρωμο. Την ακούμπησα. Παγωμένη. Πάγωσα.

«Ξέρουμε ότι είστε μέσα! Ανοίξτε αλλιώς θα σπάσουμε την πόρτα!» φώναζαν απ’ έξω κι εγώ πανικόβλητος δεν ήξερα τι να κάνω.
Η γυναίκα μου νεκρή στο κρεβάτι. Χθες την ακούμπησα, είμαι σίγουρος, ήταν ζεστή και απαλή. Πώς γίνεται αυτή η μυρωδιά να είναι τόσο έντονη; Δεν άντεχα άλλο. Βρήκα μία πετσέτα και την έβαλα στη μύτη μου. Σε λίγα δευτερόλεπτα θα σπάγανε την πόρτα και δε θα είχα ιδέα για τίποτα. Ερωτήματα που δεν είχα απάντηση θα διαδέχονταν το ένα το άλλο κι εγώ σε πλήρη άγνοια θα προσπαθούσα – όχι να εξηγήσω – αλλά να εξηγήσω τα ανεξήγητα. Έπρεπε να πάρω απαντήσεις πριν απολογηθώ για κάτι. Ένιωθα ένοχος, μόνο που δεν ήξερα γιατί. Κοίταξα το κινητό μου και η ημερομηνία με τάραξε. Πέντε μέρες μετά την “χθεσινή” άφιξή μας.
Δεν είχα άλλη επιλογή. Έπρεπε να βρω τον λόγο που πέθανε η γυναίκα μου, γιατί αλλιώς θα είμαι νεκρός κι εγώ. Από αυτή τη στιγμή μέχρι να πεθάνω κανονικά. Μήπως όμως αυτή είναι η εξήγηση; Μήπως είμαι νεκρός; Ή συνεχίζει το χθεσινό άθλιο όνειρό μου;

Δεν θα καθόμουν να το διαπιστώσω. Όσο είχα συνείδηση θα προσπαθούσα.
Ένα, δύο, τρία!
Τράβηξα την κουρτίνα, άνοιξα το παράθυρο και πήδηξα έξω. Έσκασα άτσαλα κάτω στο πλακόστρωτο και μάλλον σακάτεψα το πόδι μου. Κόσμος με περίεργα ρούχα, παλιακά, με κοίταζε περίεργα. Θα φάνταζα παράταιρος στα μάτια τους, είμαι σίγουρος.

Κουτσαίνοντας έτρεξα και βρήκα ένα σκιερό καντούνι να κρυφτώ. Έκατσα σε ένα πλατύσκαλο και έβγαλα το παπούτσι μου. Το πόδι μου ήδη σε άθλια κατάσταση, αλλά ευτυχώς όχι σπασμένο. Έπρεπε να το δέσω με κάτι για να μη με ταλαιπωρήσει πολύ. Σκέφτηκα το φαρμακείο, αλλά πολύ γρήγορα με επανέφερα στην πραγματικότητα. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα αν την εποχή αυτή υπήρχαν φαρμακεία. Αλλά και πάλι δεν ήμουν ειλικρινής με τον εαυτό μου: Δεν είχα ιδέα ούτε τι υπήρχε, αλλά ούτε ποια εποχή ήταν αυτή.
Δεν ήξερα από που να αρχίσω να ξετυλίγω αυτό το κουβάρι που η μια του άκρη απείχε από την άλλη πολλές εκατοντάδες χρόνια.

Όσες ταινίες και να έχει δει κάποιος, αυτό το πράγμα είναι τελείως διαφορετικό. Τα μάτια δακρύζουν και η μύτη τσούζει από τη μυρωδιά της αμμωνίας και της σκατίλας που έρχεται κατά ριπές και σου βασανίζει την ίδια σου την ύπαρξη. Είναι τόσο έντονο όλο αυτό, που δυσκολεύεσαι ακόμα και να σκεφτείς.

Ένιωθα πολύ άβολα και αυτό ήταν επιεικής αξιολόγηση της κατάστασης στην οποία βρισκόμουν. Περίμενα σε κείνη την κρυφή σχισμή της πόλης για κάμποση ώρα, περιμένοντας να γίνει κάτι, αλλά δεν ήξερα τι. Το να πάρω οποιαδήποτε πρωτοβουλία μου φάνταζε αδύνατο εκείνη τη στιγμή, επομένως καθόμουν σαν άβουλος κουτσός μεσήλικας, μάλλον να πεθάνω.

Δεν ξέρω πόση ώρα καθόμουν και κοίταζα το απέναντι λούκι που ξερνούσε βρωμόνερα στο χώμα, αλλά σουρούπωσε και δεν το πήρα χαμπάρι. Το πράγμα γινόταν ακόμα χειρότερο: Δε φτάνει που με δυσκολία ανέπνεα, τώρα δεν έβλεπα και καλά. Οι λάμπες ασετυλίνης δεν φώτιζαν τα στενά καντούνια και σα να μην έφτανε αυτό, η στενότητα αυτή δημιουργούσε φυσούνα και το κρύο πραγματικά είχε υπόσταση.

Άρχισα να τρέμω από το κρύο. Προσπάθησα να σηκωθώ και με μιας ξαναβρέθηκα πεσμένος στα σκαλιά, αφού είχα μουδιάσει ολόκληρος.
Εκείνη τη στιγμή ένιωσα ότι δεν αντέχω άλλο και άρχισα να χάνω τις αισθήσεις μου. Λίγο πριν σβήσουν τα πάντα ένιωσα να με καλύπτει μια ζέστη και ασυναίσθητα χαμογέλασα. Μαύρο.

Ή η μυρωδιά θα ήταν ή το συνεχόμενο τράνταγμα που με συνέφεραν. Άνοιξα τα μάτια μου και κατάλαβα ότι ήμουν σκεπασμένος από ένα τεράστιο κάλυμμα και όλο αυτό – μαζί κι εγώ – ήμασταν φορτωμένοι στην καρότσα ενός κάρου. Υπέθεσα ότι το κάρο εκτός από μένα ή άλλους σαν κι εμένα μεταφέρει και τυριά. Η μυρωδιά ήταν απαίσια, αλλά η σκέψη ιδιοφυής· μόνο αυτή η μυρωδιά της ξινίλας θα μπορούσε να καλύψει τη μυρωδιά ενός πτώματος. Ήμουν βέβαιος ότι ήμουν νεκρός. Κι αν δεν ήμουν, είχα φτάσει πολύ κοντά.
Το σώμα μου, το σώμα ενός ξένου. Η συνείδηση μου απολύτως συγχυσμένη, κάτι μεταξύ του αλόγου που έσερνε το κάρο και ενός παρατημένου από τη ζωή ανθρώπινου όντος. Αυτό το δεύτερο δεν ήταν καινούριο. Έτσι ένιωθα πολλά χρόνια τώρα. Η ζωή μου δεν είχε κανένα απολύτως νόημα. Ζούσα πεθαμένος. Πέθαινα μέρα μέρα όντας ζωντανός.
Τελικά έτσι πρέπει να βιώνεται ο θάνατος. Κάνεις πρώτα ένα ταξίδι στο παρελθόν και μετά χάνεσαι στην ανυπαρξία. Ίσως χρειαζόμαστε όλοι το μάθημά μας πριν. Το παρελθόν του καθενός, είναι η κοιτίδα της ίδιας μας της ύπαρξης. Πας εκεί – στο παρελθόν – καταλαβαίνεις από που κρατάει η σκούφια σου και μετά τέλος.

Καθώς έβλεπα το χέρι μου να κρέμεται έξω από το κάρο, τελείως εκτεθειμένο στους αγέρηδες και το ψωλόκρυο, άκουσα τσακωμούς. Όπως και στη ζωή μου, έτσι και τώρα, δεν έδωσα καμία σημασία. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν οι σκέψεις μου. Όλη μου η σκέψη σπαταλιόταν σε αυτά που ήθελα και όχι σε αυτά που είχα. Είχα οικογένεια, μία εξαιρετική γυναίκα, κι εγώ σκεφτόμουν άλλα. Τώρα δε θυμάμαι τι. Δε θυμάμαι δράμι από αυτά που με κράτησαν μακριά από τους αγαπημένους μου ανθρώπους. Ίσως είναι και αυτή μία συνθήκη της προ του τέλους δοκιμασίας.

Τώρα όμως πάλι τα ίδια.
Εγώ νεκρός – ή ημίνεκρος – εκατοντάδες χρόνια πίσω και πάλι στον κόσμο μου. Δεν αλλάζει ο άνθρωπος.

 

ΤΕΛΟΣ  Ά ΜΕΡΟΥΣ

About the author

Yiannis Archimandritis

Add comment

SUBSCRIBE

Loading

CONTACT