Το θυροτηλέφωνο κουδούνιζε σα λυσσασμένο. Τρομοκρατημένος πετάχτηκα απ΄ το κρεβάτι και έσπευσα να απαντήσω. Μια ευγενική γυναικεία φωνή με ενημέρωσε ότι είχα συστημένο. Απόρησα φυσικά γιατί στον κόσμο τούτο δεν έχω κανέναν, οπότε το συστημένο αυτό με γέμισε με μία καχύποπτη περιέργεια. Με τις υπηρεσίες του δημοσίου πάλι δεν είχα καμία σχέση, αφού γι’ αυτές ήμουν ανύπαρκτος: Το γερό κομπόδεμα που μου είχε εξασφαλίσει η μάνα μου πριν πεθάνει και το χάος της γραφειοκρατίας είχε “εξαφανίσει” εμένα, αλλά και το δυαράκι το οποίο έμενα. Βγήκα απ’ το διαμερισματάκι μου και πήρα την κατιούσα – μέσω του κλιμακοστάσιου – για την είσοδο της παλιάς πολυκατοικίας.
Το διαμερισματάκι μου αρχικά ήταν η κατοικία του θυρωρού. Μετά τη ολική εξάλειψη του επαγγέλματος, το δυάρι αγοράστηκε από κάποιον συμβολαιογράφο και με αλλαγή χρήσης το μετέτρεψε σε αποθήκη. Ο διαπρεπής συμβολαιογράφος χρησιμοποιούσε την “αποθήκη” για να φιλοξενεί τις εξωσυζυγικές του περιπέτειες, μέχρι εκείνη την Παρασκευή, που με μία καλοσχεδιασμένη “καταδρομική” η γυναίκα του τον έπιασε στα πράσα με την ανιψιά της. Ο αιφνιδιαζόμενος συμβολαιογράφος, όσο και αν προσπάθησε να παραποιήσει τα οφθαλμοφανή χρησιμοποιώντας τη γνωστή έκφραση: «Αγάπη μου, δεν είναι αυτό που νομίζεις!» δεν κατάφερε να μεταπείσει την απατημένη σύζυγο, που τελικά του ζήτησε διαζύγιο. Η πολύκροτη υπόθεση μοιχείας είχε λάβει πολύ μεγάλη δημοσιότητα, όχι μόνο λόγω του “βαριού” ονόματος του συμβολαιογράφου, αλλά κυρίως λόγω της εμπλοκής της ανήλικης ανιψιάς της συζύγου. Η δεκατετράχρονη ανιψιά, αν και βρέθηκε “καβάλα” στον συμβολαιογράφο θείο της, δεν άντεξε την διαπόμπευση και μερικές μέρες μετά την αποκάλυψη πήδηξε στο λιμάνι του Πειραιά και το σώμα της δεν βρέθηκε ποτέ.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η σύζυγος, αλλά και η μητέρα της μικρής λολίτας – δηλαδή η αδελφή της απατημένης – πάταξαν οικονομικά τον άλλοτε παντοδύναμο συμβολαιογράφο και αυτός με τη σειρά του μην μπορώντας να αντέξει τον εξευτελισμό, την ανέχεια, αλλά κυρίως την απώλεια της αγαπημένης του ανιψιάς, φούνταρε κι αυτός στο λιμάνι αναζητώντας στα βρώμικα νερά την τελευταία του νεαρή αγάπη. Δέκα λεπτά μετά μετανιωμένος προσπάθησε να βγει στη στεριά, αλλά η δίνη της προπέλας του κρητικού πλοίου τον παγίδευσε και τον έκανε “κομφετί”. Οι δύτες της αστυνομίας ανέσυραν κομμάτια σάρκας μπλεγμένα σαν κοτσίδια μεταξύ τους και η αναγνώριση του συμβολαιογράφου έγινε από το περουκίνι του, που βρέθηκε φορεμένο στο κεφάλι του, όχι το πάνω, αλλά το κάτω.
Το γραφείο του πουλήθηκε μαζί με το πελατολόγιο σε κάποιον άλλο συμβολαιογράφο, αλλά τα συμβόλαια της “αποθήκης” είχαν εξαφανιστεί ως διά μαγείας. Ο μακαρίτης είχε φροντίσει να μην μπορεί να εντοπιστεί για κανέναν λόγο η ερωτική του φωλιά.
Σε κείνο το χρονικό σημείο εμφανίστηκα εγώ. Η μάνα μου φρόντιζε την “αποθήκη” και πληρωνόταν για τις υπηρεσίες καθαριότητας, αλλά και εχεμύθειας. Το μεγαλύτερο κομπόδεμα το μάζεψε όταν αντιλήφθηκε την αδυναμία που είχε ο μακαρίτης στις νεαρές κοπέλες. Ευθαρσώς του πρότεινε να της καταβάλει ένα μηνιαίο τίμημα προκειμένου να μην ανοίξει το στόμα της ποτέ και σε κανέναν. Ο ηθικά παγιδευμένος συμβολαιογράφος, γνωρίζοντας πολύ καλά τις συνέπειες των πράξεών του, δέχτηκε την πρόταση και της έδινε το ένα τρίτο των απολαβών του. Έτσι, μέσα σε μια δεκαετία η μάνα μου είχε αποκτήσει μία μικρή περιουσία, αρκετή να μας ζήσει συντηρητικά μια ολόκληρη ζωή.
Η μητέρα μου αρρώστησε όταν εγώ έκλεισα τα δεκάξι όπου και με οδήγησε για πρώτη φορά στο διαμέρισμα. Μερικές μέρες μετά μετακομίσαμε εκεί και τρεις μήνες μετά την βρήκα πεθαμένη στο κρεβάτι της. Η πάντα προνοητική μητέρα μου, άφησε ένα σημείωμα που περιείχε οδηγίες για τα χρήματα, αλλά και για το σπίτι. Αν και στο γράμμα το αρνείται, είμαι βέβαιος ότι αυτή “κάρφωσε” τον συμβολαιογράφο στη γυναίκα του, μόλις έμαθε ότι θα πεθάνει.
Δεκαπέντε χρόνια λοιπόν ζω στην αφάνεια. Ξοδεύω λίγα χρήματα, ίσα – ίσα για τη διατροφή και την ένδυσή μου.
Το σπίτι έχει ελάχιστες απαιτήσεις και φυσικά δε χρησιμοποιώ πιστωτικές κάρτες παρά μόνο μετρητά. Αν και το σκέφτομαι συχνά, δε νομίζω ότι είμαι παράνομος ή κάτι τέτοιο. Δεν έχω εισοδήματα, οπότε δε φοροδιαφεύγω και δεν είμαι άνθρωπος με παραβατική συμπεριφορά ώστε να έχω πάρε δώσε με τον νόμο. Απλά υπάρχω, δεν ενοχλώ κανέναν και απαιτώ και από τους άλλους το ίδιο. Το όνομά μου είναι Γιάννης Παπαδόπουλος. Το πιο κοινό όνομα στην ελληνική επικράτεια.
Κατά κανόνα δε δέχομαι επισκέψεις στο σπίτι μου, αλλά καμιά φορά έρχεται η Νικολέτα και “βγάζουμε τα μάτια μας”.
Τη πρωτοείδα την επομένη του θανάτου της μητέρας μου, όταν το μεσημέρι χτύπησε την πόρτα και ζήτησε τον συμβολαιογράφο. Μόλις την ενημέρωσα ότι πέθανε, η οριακά ενήλικη Νικολέτα ξέσπασε σε κλάματα και είδα κι έπαθα να τη συνεφέρω. Έκτοτε έχουμε γίνει κάτι σαν καλά γαμησιακά φιλαράκια και όποτε έχει ανάγκη να με δει, έρχεται και κάθεται συνήθως καμιά ώρα, πηδιόμαστε, μετά μιλάμε και φεύγει πάντα βιαστική λέγοντας πάντα το ίδιο: «Θα ήθελα να κάτσω λίγο ακόμα, αλλά…», και κλείνει την πόρτα πίσω της.
Τα χρόνια που γνωρίζω τη Νικολέτα, ποτέ δεν την πίεσα να τελειώσει τη φράση της και ουδέποτε ενδιαφέρθηκα για τις υπόλοιπες είκοσι τρεις ώρες της ημέρας της. Μόνη της καμιά φορά αναφέρει τον άντρα της και τα παιδιά της και τότε αναρωτιέμαι αν η σχέση της μαζί του είναι κάτι σαν τη δικιά μας, απλά είναι φανερή και δημόσια.
Χθες το μεσημέρι, η Νικολέτα έσπασε τη ρουτίνα: «Μεθαύριο είναι παραμονή Χριστουγέννων και σε λίγο άλλος ένας χρόνος θα περάσει από την πλάτη μας, αλλά…», και έκλεισε την πόρτα πίσω της.
Μόλις έφτασα στην είσοδο της πολυκατοικίας δεν συνάντησα καμία ταχυδρόμο με ευγενική φωνή, παρά μόνο έναν μεγάλο άσπρο φάκελο: “ΠΡΟΣ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ. ΣΥΣΤΗΜΕΝΟ”. Άνοιξα τον φάκελο και βρήκα ένα μαύρο χαρτί Α4. Στο κέντρο του ήταν τυπωμένη με πράσινα έντονα γράμματα η φράση: ”ΏΡΑ 25:00″ και από πίσω με πολύ μικρά άσπρα γράμματα: “Η 25:00 ΕΙΝΑΙ Η ΩΡΑ ΠΟΥ ΖΩΝΤΑΝΕΥΟΥΝ ΟΙ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΑΔΕΙΑΣ ΜΕΡΑΣ”.
Ήμουν σίγουρος ότι η Νικολέτα μου είχε στείλει το περίεργο αυτό σημείωμα. Δεν υπήρχε και κανείς άλλος στον κόσμο που να γνώριζε για μένα. «Θα τη ρωτήσω αύριο – μεθαύριο που θα έρθει» σκέφτηκα και πετάχτηκα μέχρι το περίπτερο να πάρω τσιγάρα. Εκεί αντίκρισα ένα πρωτόγνωρο θέαμα: Λαθραναγνώστες, κρεμασμένοι σα τσαμπιά από σταφύλια κάτω από τις εφημερίδες, έκαναν την πρόσβαση σχεδόν αδύνατη. Το σούσουρο που έφτανε στ’ αυτιά μου με έκανε να συμπεράνω ότι έχει γίνει κάτι σοβαρό. «Κάτι θα έγινε στα πολιτικά» μονολόγησα καθώς πλησίαζα με δυσκολία. Πριν προλάβω να φτάσω στο γκισέ, ο περιπτεράς με είδε από μακριά: «Ξεπουλήσαμε σήμερα!» μου φώναξε. «Η εφημερίδα του μακαρίτη έχει εξαντληθεί τρεις φορές» και μου έδωσε τα τσιγάρα μου. «Θες κι εσύ να διαβάσεις τι έγινε;». Εφημερίδα δεν είχα αγοράσει ποτέ στη ζωή μου. Δεν με αφορούσαν τα κοινά και ότι και αν συνέβαινε δε με επηρέαζε. Γενικά δε με ένοιαζε τίποτα και κανένας παρά μόνο – ίσως λίγο – η Νικολέτα. Για να μη φανώ τελείως εξωγήινος έγνεψα καταφατικά στον περιπτερά, πήρα την εφημερίδα, τη δίπλωσα και ξεκίνησα για το σπίτι μου.
Από την τελευταία επίσκεψη της Νικολέτας έχουν περάσει αρκετοί μήνες και η ζωή μου κυλάει κανονικά. Αόρατα.
Και παλιότερα είχε εξαφανιστεί, αλλά πάντα ξαναγύριζε. Η τελευταία φορά που είχα χάσει τα ίχνη της ήταν πριν δύο χρόνια, όταν είχε μείνει έγκυος το δεύτερό της παιδί. Μετά ξεκίνησε πάλι τις επισκέψεις. Η αναμονή όμως αυτή τη φορά ήταν επίπονη. Έτσι αποφάσισα να την ξεχάσω και να κάνω πως δεν υπήρξε ποτέ. Ξεκίνησα να βγαίνω τα βράδια και να πίνω μέχρις εσχάτων. Γύριζα σπίτι κόκαλο και κοιμόμουν μέχρι την επομένη το απόγευμα, όπου έκανα ένα ντουζ και ξεχυνόμουν ξανά στα μπαρ της Αθήνας.
Ένα απ’ αυτά τα βράδια βρήκα και το δεύτερο “συστημένο”: “ΠΡΟΣ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ. ΣΥΣΤΗΜΕΝΟ”. Μέσα στην απόλυτη ζαλάδα άνοιξα τον φάκελο και βρήκα ένα χαρτί ίδιο με το προηγούμενο: “ΩΡΑ 25:00” , γραμμένο σε μαύρο Α4 , και από πίσω με μικρά άσπρα γράμματα: “Η ΩΡΑ ΑΥΤΗ ΝΑ ΕΥΧΕΣΑΙ ΝΑ ΜΗ ΣΕ ΒΡΕΙ ΞΥΠΝΙΟ!”. Ανέβηκα παραπαίοντας απ’ το μεθύσι και μπήκα στο δυαράκι μου. Δεν έδωσα μεγάλη σημασία στο σημείωμα και είχα και εσωτερικό επιχείρημα γι’ αυτό. Το πρώτο “συστημένο” το είχα λάβει μήνες τώρα και τελικά δε συνέβη τίποτα. Γιατί να συμβεί κάτι τώρα;Πέταξα το σημείωμα κάπου και ξεράθηκα στον ύπνο.
Ξύπνησα κακήν κακώς από εφιάλτη. Θα έπαιρνα όρκο, ότι μόλις άνοιξα τα μάτια μου είδα στο ρολόι την ένδειξη 24:59:55. Η εντύπωση αυτή δεν κράτησε παραπάνω από μερικά δευτερόλεπτα γιατί μετά είδα την ώρα και ήταν 11:11:11. «Ακόμα κομμάτια είμαι!» μουρμούρησα και σηκώθηκα ταραγμένος να ανάψω τσιγάρο και να φτιάξω καφέ, αλλά το όνειρο δεν έφευγε απ’ το μυαλό μου:
Ήμουν λέει μαζί με τη Νικολέτα και δύο παιδιά σε ένα αυτοκίνητο και οδηγούσα. Το αυτοκίνητο ήταν ένα πολυτελές τζιπ κι εγώ φορούσα κοστούμι. Η Νικολέτα ήταν ευτυχισμένη και έμοιαζε πολύ πιο όμορφη απ’ ότι ήταν στην πραγματικότητα. Μου χάιδευε τον σβέρκο, ενώ παράλληλα μου υποδείκνυε ευγενικά να μην καπνίζω στο αυτοκίνητο όταν είναι τα παιδιά μέσα. Εγώ της χαμογέλασα και πέταξα το τσιγάρο έξω απ΄ το παράθυρο. Ένα από τα δύο παιδιά – δεν ξέρω ποιο – με παρακάλεσε να κλείσω το παράθυρο γιατί κρύωνε. Χωρίς δεύτερη σκέψη εγώ το έκλεισα. «Είδατε τι καλός που είναι ο μπαμπάς;» γύρισε και είπε στα παιδιά η Νικολέτα. Τότε τα παιδιά άρχισαν να φωνάζουν «Μπαμπάς, μπαμπάς!» και δε σταμάταγαν με τίποτα. Όσο πέρναγε η ώρα οι φωνές των παιδιών γινόντουσαν ολοένα πιο δυνατές. Μάταιη στάθηκε η προσπάθεια της Νικολέτας να τα κάνει να ησυχάσουν. Αυτά τίποτα! Σταδιακά οι φωνές άρχισαν να γίνονται τόσο εκκωφαντικές που με δυσκολία αντέχαμε. Το αυτοκίνητο άρχισε να τρέμει από τον συντονισμό και με δυσκολία το κράταγα στο δρόμο. «Μπαμπάς – μπαμπάς!» συνέχισαν τα παιδιά και οι φωνές τους πλήθαιναν, σαν όλα τα παιδιά του κόσμου να με επιβράβευαν που έκλεισα το παράθυρο. Με δυσκολία ακινητοποίησα το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου και προσπάθησα να ανοίξω την πόρτα να πεταχτώ έξω, αλλά είχε μαγκώσει. Τα αυτιά μου άρχισαν να τρέχουν αίμα και ο πόνος ήταν αφόρητος. Κοίταξα δίπλα μου τη Νικολέτα και είδα στο βλέμμα της να λαμπυρίζει κάτι πράσινο. Ήταν η ένδειξη 25:00, σαν αυτή η ώρα να υπήρχε στον χώρο και να αντικατοπτριζόταν στα μάτια της και όσο οι φλέβες στο λαιμό της φούσκωναν και ήταν έτοιμες να σπάσουν, τόσο η ένδειξη γινόταν φωτεινότερη, μέχρι που της έκαψε τα μάτια. Την έσφιξα στην αγκαλιά μου και από τους παλμούς του φωνών των παιδιών, τα σώματά μας άρχισαν να τρέμουν και το ένα να μπαίνει μέσα στο άλλο. Σαν κόσκινο, το σώμα της Νικολέτας, δεχόταν το δικό μου κονιορτοποιημένο σώμα μέσα από τις μικρές του τρύπες. Τους πώρους της. Τα χέρια μου είχαν ενσωματωθεί στο κορμί της και μου ήταν αδύνατον να κινηθώ. Παγιδευτήκαμε από αγάπη ο ένας στο σώμα του άλλου. Τα παιδιά χαμογελαστά συνέχισαν να φωνάζουν, ώσπου κάποια στιγμή ο ήχος είχε γίνει τόσο δυνατός που έγινε ακαθόριστος. Τη στιγμή εκείνη το κεφάλι μου άρχισε να εισχωρεί στο κεφάλι της Νικολέτας. Βίωνα την τρέλα και τον απερίγραπτο πόνο. Ξαφνικά οι ήχοι σταμάτησαν και επικράτησε η απόλυτη γαλήνη. Τα παιδιά είχαν εξαφανιστεί από το αυτοκίνητο που άρχισε να γεμίζει με νερό. Μέσα στο μυαλό μου επικρατούσαν δύο σκέψεις. Η δικιά μου και της Νικολέτας. Η συνείδησή της είχε γίνει δικιά μου και το ανάποδο. Ως άμορφο πλάσμα με κοινή συνείδηση, αρχίσαμε να επιπλέουμε στο νερό που πλημμύρισε το αυτοκίνητο και χτυπούσαμε στα παράθυρα και τις πόρτες. Η πίεση του νερού έσπασε το παράθυρο του συνοδηγού και εμείς ξεχυθήκαμε άμορφοι, ανήμποροι και γλιτσιασμένοι στο δρόμο.
Δεν ήταν τόσο το όνειρο που με έκανε να τρομοκρατηθώ, αλλά μία σκέψη που παράχθηκε απ’ αυτό και με τρομοκρατεί ακόμα και τώρα, που πίνω τον καφέ μου και κάνω το τσιγαράκι μου: “Κι αν τα παιδιά της Νικολέτας είναι δικά μου και δεν υπάρχει καν σύζυγος;” Τόσα χρόνια που νταραβεριζόμαστε είναι πιθανό. Το όνειρο ήταν σαν να πέφτει βράχος στα λιμνάζοντα νερά του αυτονόητου. Οι σκέψεις περί πατρότητας των παιδιών της Νικολέτας δεν υπήρχαν ποτέ στο υποσυνείδητό μου, είμαι σίγουρος. Πώς ξαφνικά προέκυψαν; Από πού; Έπρεπε λοιπόν πάση θυσία να βρω τη Νικολέτα.
Είχα απορροφηθεί τόσο από τις σκέψεις μου, που παραλίγο να μην ακούσω το θυροτηλέφωνο που κουδούναγε.
Χωρίς να απαντήσω καν άρχισα να κατεβαίνω στο κλιμακοστάσιο σχεδόν πηδώντας τα μισά σκαλιά. Θα προλάβαινα άραγε να δω τον αποστολέα; Έφτασα στην είσοδο της πολυκατοικίας χωρίς να μπορώ να αναπνεύσω από το λαχάνιασμα και την έξαψη. Μία γυναίκα πανέμορφη, γύρω στα τριάντα κρατούσε τον επίμαχο φάκελο. «Ποια είσαι;» της φώναξα. «Με στέλνει η Νικολέτα, δεν μπορούσε να έρθει η ίδια» μου απάντησε και μου έδωσε τον φάκελο. «Ευχαριστώ πολύ» γύρισα και την κοίταξα με ευγνωμοσύνη. «Αλλά δε μου απάντησες, εσύ ποια είσαι;» επέμεινα. «Μια γνωστή σας;» μου απάντησε με ένα αινιγματικό χαμόγελο και έφυγε γρήγορα. Όσο και να φώναζα, η περίεργη αγγελιοφόρος δε γύρισε να με κοιτάξει και μετά από λίγο χάθηκε κι αυτή, όπως όλοι μας στην απρόσωπη μεγαλούπολη.
Απ΄ όλο αυτό μου είχε λυθεί τουλάχιστον η απορία για τα σημειώματα: Η Νικολέτα ήταν ξεκάθαρα η αποστολέας. Αλλά γιατί; Με αγωνία άνοιξα τον φάκελο που έγραφε: “ΠΡΟΣ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ. ΣΥΣΤΗΜΕΝΟ”. Μέσα αντίκρισα το ίδιο ακριβώς μοτίβο. Μαύρο χαρτί, πράσινα γράμματα με την ώρα μπροστά και με μικρά άσπρα γράμματα από πίσω: “ΕΓΩ ΗΜΟΥΝ ΞΥΠΝΙΑ!”. Αυτά μου έγραφε η Νικολέτα στο σημείωμα. Σήμερα όμως είχε ακόμα δυο στοιχεία που δεν υπήρχαν τις άλλες φορές. Στο πάνω μέρος της πίσω σελίδας είχε την σημερινή ημερομηνία και στο τέλος της σελίδας έγραφε: “ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ”. Μπήκα στο σπίτι μου και προσπάθησα να κατανοήσω την κατάσταση. Ένα απλό γράμμα από τη Νικολέτα που να μου εξηγεί πως έχουν τα πράγματα θα έφτανε. Προς τι, τόση αινιγματικότητα;
Το όνειρο που είδα με είχε ταρακουνήσει για τα καλά. Μέσα σε λίγες ώρες είχα αρχίσει να φαντάζομαι τον εαυτό μου αλλιώς. Αυτό που είχα με τη Νικολέτα ίσως να ήταν διαφορετικό αν εγώ ζούσα μια κανονική ζωή. Ίσως αυτό να ήταν το ζητούμενό της και γι’ αυτό τα σημειώματα. Να την διεκδικήσω ως φυσιολογικός άνθρωπος με φυσιολογική ζωή. Να με εμπιστευθεί, να με αγαπήσει και να είναι σίγουρη ότι δεν κοιτάω μόνο την πάρτη μου, όπως έκανα μέχρι τώρα. Κοίταξα γύρω μου. Στο σπίτι επικρατούσε η απόλυτη αθλιότητα. Μόνο βρώμα, άδεια μπουκάλια αλκοόλ, πεταμένα κουτιά από πίτσες και τίποτα που να με συνδέει με τον έξω κόσμο. Ούτε τηλέφωνο, ούτε υπολογιστής, ούτε καν ένα βιβλίο για να δω πως αντιλαμβάνονται τον κόσμο οι άλλοι. Το κυριότερο ήταν ότι δεν υπήρχε τίποτα να μου θυμίζει τον μοναδικό δικό μου άνθρωπο. Η Νικολέτα δεν υπήρχε πουθενά μες στη ζωή μου. Με μιας αποφάσισα να απαρνηθώ το ανούσιο σύμπαν μου και να προσπαθήσω επιτέλους να ζήσω. Άρχισα να πετάω με μανία τα απομεινάρια της παρακμής μου και να καθαρίζω τον χώρο. Και τότε την είδα:
Η εφημερίδα “Αγγελιοφόρος” βρέθηκε στα χέρια μου την ώρα που είχε πάρει τον δρόμο της για τη σακούλα σκουπιδιών. Την ξεδίπλωσα δειλά και διάβασα το πρωτοσέλιδο: “Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑ!” έγραφε με τεράστια κεφαλαία γράμματα και από κάτω, με μικρότερα, επεξηγούσε την φύση της τραγωδίας:
“Σε άμορφη μάζα μετατράπηκε το τζιπ του εκδότη και γενικού διευθυντή της εφημερίδας μας, Διονύση Μαλτέζου, μετά από μετωπική σύγκρουση με ημιφορτηγό στο 56ο χιλιόμετρο Αθηνών – Λαμίας. Λόγω της σφοδρότητας της σύγκρουσης, δυστυχώς δεν υπάρχει κανένας επιζώντας. Ο τραγικός απολογισμός είναι πέντε νεκροί. Ο οδηγός του ημιφορτηγού, εξέπνευσε κατά τη διακομιδή του στο νοσοκομείο, ενώ ολόκληρη η οικογένεια Μαλτέζου είναι αδύνατον να αναγνωριστεί.”
Ο συντάκτης της εφημερίδας συνέχισε με τις εικασίες της αστυνομίας ότι το δυστύχημα είναι αποτέλεσμα δολιοφθοράς στο τζιπ, αφού όπως ανέφεραν χαρακτηριστικά, ο Μαλτέζος υπήρξε δεινός οδηγός και όσοι τον είδαν λίγο πριν ξεκινήσει για την τελευταία του διαδρομή, ήταν τελείως νηφάλιος. Οι αστυνομικές αρχές δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν αλλιώς το γεγονός ότι ο εκδότης βγήκε στο αντίθετο ρεύμα με 250 χιλιόμετρα την ώρα. Ο αρθρογράφος έκρινε επίσης σκόπιμο να παραθέσει και το βιογραφικό του αποθανόντα εκδότη και εγώ απορούσα γιατί συνέχισα να διαβάζω. Σε λίγο θα μάθαινα τον λόγο: “Ο Διονύσης Μαλτέζος γεννήθηκε το 1963 στην Κέρκυρα. Έμεινε ορφανός στην τρυφερή ηλικία των 10, όπου η Αρχιεπισκοπή ανέλαβε την ανατροφή του. Από νωρίς έδειξε την κλίση του για το εκκλησιαστικό ρεπορτάζ και σε ηλικία 17 ετών εξέδωσε την εφημερίδα “Επτανησιακό Θεολογικό Βήμα”, όπου δημιούργησε αίσθηση στους εκκλησιαστικούς κύκλους. Ο Διονύσης Μαλτέζος δεν αρκέστηκε στο μεγάλο αυτό εκδοτικό εγχείρημα και πολύ σύντομα μετακόμισε στην Αθήνα. Μετά από δύο χρόνια το όνειρό του έγινε πραγματικότητα εκδίδοντας για πρώτη φορά στα ελληνικά δημοσιογραφικά δεδομένα, μία εφημερίδα γενικής θεματολογίας μέσα όμως από τη ματιά της εκκλησίας, με σχόλια από διαπρεπείς θεολόγους και ανθρώπους του κλήρου. Ο “Αγγελιοφόρος του Σώματος” κυκλοφόρησε την ημέρα του Πάσχα το 1990 και για 20 χρόνια ήταν η πρώτη καθημερινή, σε κυκλοφορία, εφημερίδα. Τον Νοέμβριο του 2000 η εφημερίδα κυκλοφόρησε με το όνομα “Αγγελιοφόρος”, όπου μέχρι σήμερα παραμένει η πρώτη εφημερίδα στην Ελλάδα, αλλά και πρώτη στους ομογενείς του εξωτερικού. Το 2010 παντρεύτηκε την εκλεκτή της καρδιάς του Νικολέτα Παπαδοπούλου και μαζί απέκτησαν δύο παιδιά.”
Στο εξωφύλλου δέσποζε η φωτογραφία του σμπαραλιασμένου τζιπ σε διπλοτυπία με το πρόσωπο του εκδότη, χαμογελαστού και ασπρόμαυρου. Στο τέλος της δημοσίευσης υπήρχαν και τρεις μικρές φωτογραφίες της μητέρας και των δύο παιδιών. Ήταν η Νικολέτα μου και τα δύο παιδιά που είδα στο όνειρό μου! Κοίταξα ξανά την ημερομηνία της εφημερίδας για να βεβαιωθώ. Ήταν 2 Δεκεμβρίου του 2016 η μέρα του δυστυχήματος. Η Νικολέτα ο άντρας της και τα δύο παιδιά πέθαναν εκείνη τη μέρα, όμως εγώ θυμάμαι. Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά τα λόγια της για την παραμονή Χριστουγέννων. Άνοιξα πάλι τον φάκελο με το σημερινό συστημένο. Έγραφε 28 Φεβρουαρίου του 2017, δηλαδή σήμερα. Σύμφωνα με τον “Αγγελιοφόρο”, η Νικολέτα σκοτώθηκε στις 2 Δεκεμβρίου, αλλά εγώ την είδα δύο – τρεις μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Δε βγάζει λογική.
Έφυγα τρέχοντας για το περίπτερο, ελπίζοντας ο περιπτεράς να με διαφωτίσει για το θέμα της εφημερίδας. Ο περιπτεράς μόλις με είδε έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα και το άφησε μπροστά μου: «Τέσσερα ευρώ, ακρίβυναν πάλι» μου είπε. «Έχεις τον “Αγγελιοφόρο;”» τον ρώτησα. Ο περιπτεράς με διαβεβαίωσε ότι δεν έχει κυκλοφορήσει ποτέ εφημερίδα με το όνομα “Αγγελιοφόρος” και δε θυμόταν το γεγονός με το δυστύχημα του εκδότη Μαλτέζου. Έψαχνα από κάπου να πιαστώ για να μη χάσω τα λογικά μου. Φέρνοντας την εφημερίδα και τρίβοντάς την στη μούρη του περιπτερά, ίσως ήταν μια καλή αρχή. Έτσι ξεκίνησα για το σπίτι.
Άρχισε να νυχτώνει ξαφνικά, ενώ ήταν τρεις το μεσημέρι. Κοίταξα γύρω μου την Αθήνα που έγινε ξαφνικά μια άδεια και ακίνητη πόλη. Δεν υπήρχε τίποτα που να μαρτυρούσε ότι πριν από μερικά λεπτά σ’ αυτόν τον τσιμεντένιο λαβύρινθο, άνθρωποι χαμένοι, έψαχναν να βρουν τον μίτο τους. Το κουβάρι που θα τους οδηγούσε στην ευτυχία. Αυτό δεν ψάχνουν όλοι στη ζωή τελικά;
Εγώ ενταφιάστηκα κάτω από την τσιμεντένια πλάκα του λιγοστού μου εαυτού και δεν άφησα την ευτυχία να τρυπώσει. Δεκαπέντε χρόνια η Νικολέτα προσπαθούσε να βρει μια χαραμάδα και να μου στάξει μέσα λίγη αγάπη, λίγη οικειότητα, αλλά εγώ ποτέ δεν ρώτησα να μάθω τη συνέχεια στο “αλλά..” της. Φοβόμουν την αλήθεια. Φοβόμουν την κανονικότητα. Φοβόμουν την αγάπη. Τώρα είμαι απολύτως μόνος, σαν τιμωρημένη ψυχή που είναι καταδικασμένη να είναι αιωνίως “λίγη”. Να περιφέρεται γλιστρώντας σαν σκιά στις ψυχρές αιχμηρές γωνίες της πόλης και όταν κάποτε ξαποσταίνει απ’ την αέναη κίνηση, να αναρωτιέται γιατί δεν “ψήλωσε” ποτέ, ώστε να έρθει στο ύψος της μεγαλύτερης περίστασης. Της αγάπης. Δε με τρόμαζε το απότομο σκοτάδι. Ούτε καν το γεγονός ότι μόνον εγώ το αντιλαμβάνομαι με αυτό τον τρόπο. Το μόνο που φοβάμαι είναι αυτή η ώρα. Όλα τα ρολόγια της πόλης δείχνουν 25:00 με αυτό το έντονο πράσινο φως που αναβοσβήνει. Αυτό ήταν λοιπόν. Έφτασε αυτή η ώρα και είμαι ξύπνιος!
Ανέβηκα στο σπίτι μου και βρήκα την πόρτα ανοιχτή. Κοντοστάθηκα για λίγο και εξέτασα το ενδεχόμενο να αφήσω αυτή την ώρα να περάσει. «Όχι, δεν πρέπει να δειλιάσω» σκέφτηκα. Πρέπει για πρώτη φορά στη ζωή μου να αντιμετωπίσω την δικιά μου εικοστή πέμπτη ώρα και ίσως μετά λυτρωθώ και ξεκινήσω απ’ την αρχή. Η κομβική λοιπόν στιγμή της ζωής μου είναι πίσω απ’ αυτή την πόρτα. Την πόρτα του σπιτιού μου. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα αποφασιστικά στο σπίτι μου, που δεν έμοιαζε καθόλου με αυτό που ήξερα ως τώρα. Ένα τεράστιο διαμέρισμα με βαριά επίπλωση και μάρμαρα παντού απλωνόταν μπροστά στα μάτια μου. Οι τοίχοι ήταν φορτωμένοι με ακαλαίσθητες θαλασσογραφίες και νεκρές φύσεις, ενώ όλη αυτή την υπερβολική σοβαροφάνεια την ελάφραιναν, ένα παιδικό ποδήλατο και μερικά διάσπαρτα κομμάτια lego που βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι του καθιστικού.
«Ήρθες Γιάννη μου;» άκουσα μία αντρική φωνή από πίσω μου. Τρομαγμένος γύρισα και αντίκρισα έναν μεσήλικα κύριο που μου χαμογέλασε με οικειότητα και έκλεισε την πόρτα του διαμερίσματος πίσω του. Πριν προλάβω να ρωτήσω οτιδήποτε, δύο αφηνιασμένα παιδιά ξεχύθηκαν στο σαλόνι φωνάζοντας με άναρθρες κραυγές.
«Καλώς τα, τα καμάρια μου!» είπε ο μεσήλικας κύριος και έσκυψε να πάρει τα παιδάκια στην αγκαλιά του. «Είμαι πολύ περήφανος για αυτά τα ζουζούνια» συνέχισε καθώς τα χάιδευε στο κεφάλι.
«Πού βρίσκομαι;», ρώτησα δειλά.
«Πλάκα μου κάνεις; Στο σπίτι σου, στην οικογένειά σου!» μου απάντησε αυστηρά ο μεσήλικας, που ορκίζομαι σε ότι έχω ιερό, δεν τον έχω ξαναδεί ποτέ μου.
«Είμαι εντός της εικοστής πέμπτης ώρας» σκέφτηκα αμέσως και αποδέχτηκα τον παραλογισμό που βίωνα. Εξάλλου ήμουν βέβαιος ότι για μία ώρα θα αντιμετώπιζα πράγματα και καταστάσεις που θα με έφταναν στα όρια της λογικής μου.
Ένα κλειδί στην εξώπορτα ακούστηκε και μετά από λίγο είδα τη Νικολέτα: «Γύρισες κιόλας αγάπη μου;» και άνοιξε τα χέρια της και έτρεξε προς την αγκαλιά μου. Τότε κατάλαβα! Στην εικοστή πέμπτη ώρα, εγώ και η Νικολέτα είμαστε ζευγάρι και ζούμε μία κανονική ζωή με τα παιδάκια μας και τον παππού τους (καθόλου άσχημη εξέλιξη). Αν και δεν έχω γνωρίσει τον πάτερα μου, προφανώς αυτό ο μεσήλικας κύριος που τόσο αγαπάει τα παιδιά, είναι ο πατέρας της Νικολέτας. Το συμπέρασμα αυτό βγήκε μόνο του, αβίαστα, γιατί από τα λεγόμενα της μακαρίτισσας της μάνας μου, ο πατέρας μου ήταν ένα μέθυσο ρεμάλι – κάτι σαν εμένα στην πραγματική ζωή – που τον είχε συναντήσει μόλις δύο φορές. Ουδεμία σχέση δηλαδή με τον καλοβαλμένο κύριο, που εξακολουθούσε να έχει στην αγκαλιά του τα παιδιά μου. Η εξέλιξη όμως δεν ήταν η αναμενόμενη.
Ο κύριος άφησε τα παιδιά και έσφιξε στην αγκαλιά του τη Νικολέτα. Αυτή του σβούριξε ένα ξεγυρισμένο γλωσσόφιλο, ως επιβεβαίωση του άσβεστου πάθους που έτρεφε γι’ αυτόν, ενώ ο μεσήλικας της ζούλαγε τον κώλο τόσο έντονα που λίγο έλειψε να της σκίσει το κολλητό υφασμάτινο παντελόνι που φόραγε.
«Γιάννη μου, πάρε τα παιδιά να τα πας στην κυρά Δέσποινα» μου είπε επιτακτικά η Νικολέτα και μετά απευθύνθηκε στα παιδιά της με τρυφερότητα: «Αγάπες μου, θα σας πάει ο αδελφός σας στην κυρά Δέσποινα. Θα έρθουμε με τον μπαμπά να σας πάρουμε το βράδυ!».
Ακόμα και αν είχα επίγνωση της πρωτόγνωρης κατάστασης που βίωνα, αυτό δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους μου.
Η Νικολέτα αποκλείεται να είναι μάνα μου, αφού τη μάνα μου τη θυμάμαι πάρα πολύ καλά. Άρα αυτός ο κωλόγερος που έβαζε χέρι στην μοναδική αγάπη της ζωής μου είναι ο πατέρας μου; Είχα ψυχανεμιστεί ότι η εικοστή πέμπτη ώρα είναι μια παραλλαγή της κανονικής μας ζωής, αλλά κατά βάθος γνώριζα ότι τα πρόσωπα, οι σχέσεις και η ιστορία δεν μπορεί να αλλάξουν, και αυτό γιατί η επαναφορά στην κανονικότητα δε θα είχε τότε κανένα νόημα. Ποιος ο λόγος να ζήσει κάποιος την εικοστή πέμπτη ώρα, αν μετά όλα θα ήταν κανονικά; Με το που έκανα αυτή τη σκέψη ένα βάρος πλάκωσε την καρδία μου. Είχα δυστυχώς την απάντηση στο ερώτημα. «Κάποιοι ίσως να μην γυρνούν ποτέ από την εικοστή πέμπτη ώρα. Ίσως αυτοί, που τους βρίσκει ξύπνιους».
Θυμήθηκα το τελευταίο περίεργο σημείωμα της Νικολέτας και κατάλαβα ότι κι αυτή βίωνε την εικοστή πέμπτη ώρα της. Όμως, όπως εγώ έχω συνείδηση της κατάστασης, τότε και για τη Νικολέτα ισχύει το ίδιο. «Απλά παίζει θέατρο!» σκέφτηκα και κάπως ηρέμησα. Άρχισα να κατανοώ τον μηχανισμό αυτού του παράλογου θέματος: Η εικοστή πέμπτη ώρα είναι το “αναπόφευκτο” που κάποια στιγμή όλοι ζούμε. Εάν είσαι ξύπνιος, τότε έχεις απόλυτη συνείδηση του ποιος είσαι, ενώ αν κοιμάσαι απλά το βιώνεις ως όνειρο. Το πρόβλημα είναι ότι οι “ξύπνιοι” δεν βρίσκουν τον δρόμο του γυρισμού. Είναι ίσως οι εξαφανισμένοι που ποτέ δε βρέθηκαν, οι νεκροί που δεν ταυτοποιήθηκαν, τα αεροπλάνα που χάθηκαν. Δεν μπορώ να καταλάβω τον λόγο ύπαρξης μίας τέτοιας λειτουργίας στη φύση, ίσως γιατί είναι πάνω από της νοητικές μου δυνάμεις και πέρα από την αντίληψή μου για τον κόσμο, αλλά δε θα κάτσω να σκάσω! Το μόνο που πρέπει να κάνω είναι να σώσω τη Νικολέτα και να βρω τον τρόπο να γυρίσουμε στην κανονικότητα, όπου θα παλέψω να σκοτώσω τον παλιό μου εαυτό και αφού ξαναζωντανέψω, να φτάσω τελικά στο ύψος της μεγαλύτερης περίστασης. Της αγάπης μου για τη Νικολέτα.
«Πως θα τα πάω τα παιδιά στην κυρά Δέσποινα;» ρώτησα τη Νικολέτα.
«Θα σου δώσει ο Διονύσης τα κλειδιά του τζιπ! Κάθε φορά έτσι δε γίνεται; Κατάφερες να πάρεις δικό σου αμάξι και δε μας το πες;» με ειρωνεύτηκε η Νικολέτα και ξέσπασαν σε γέλια με τον γελοίο – μεσήλικα χαρτογιακά που εξακολουθούσε να την κωλοχεριάζει. Μπορεί η Νικολέτα να παίζει θέατρο και ο τρόπος που μου μίλησε να μην ήταν ο ενδεδειγμένος, αλλά κατάλαβα ένα πράγμα: Ακόμα και εδώ, στα όρια του χρόνου και της λογικής, εξακολουθούσα να είμαι ένας λούζερ, ένας τίποτας.
Ο Διονύσης, έβγαλε τα κλειδιά του τζιπ από την τσέπη του και χωρίς να βγάλει το ένα χέρι του από τον κώλο της Νικολέτας (μανία είχε ο κερατάς!), μου τα έδωσε με το άλλο. Μόλις έσφιξα τα κλειδιά στα χέρια μου, τότε με κατέλαβε μία ζέστη, μία εσωτερική παρόρμηση, άρπαξα το παιδικό ποδήλατο και το προσγείωσα με μανία στο κεφάλι του Διονύση. Δεν ήθελε και πολύ. Το πανάκριβο κουστούμι του γέμισε με αίμα και αυτός σωριάστηκε με τη μία στο μαρμάρινο πάτωμα. Η Νικολέτα με κοίταξε σαστισμένη. Πήρα τα δύο παιδιά αγκαλιά και έκανα νόημα στη Νικολέτα να με ακολουθήσει. Το κλάμα των παιδιών μου τρυπούσε τον εγκέφαλο, αλλά θα το πάλευα, θα άντεχα μέχρι το αυτοκίνητο. Βρήκα το τζιπ με τη μία. Ήταν το τζιπ που είχα δει στο όνειρο μου. Έβαλα τα παιδιά στο πίσω κάθισμα και άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού για να μπει η Νικολέτα, όπου έτρεμε σύγκορμη: «Τα παιδιά … σε παρακαλώ, μην τους κάνεις κακό …» είπε με σιγανή φωνή η Νικολέτα.
«Τι είναι αυτά που λες αγάπη μου; Να κάνω κακό στα παιδιά μας;» της απάντησα αντιλαμβανόμενος την ταραχή της. Δεν με είχε ικανό για τέτοιες ριζικές λύσεις, την καταλαβαίνω απόλυτα. Όμως ήμουν αποφασισμένος να μας σώσω και θα το έκανα πάση θυσία. Έβαλα μπρος το αυτοκίνητο και οδηγούσα, χωρίς να ξέρω που πάω.
Είχε αρχίσει να ξημερώνει, κάτι που σήμαινε ότι η εικοστή πέμπτη ώρα έφτανε στο τέλος της και εγώ είχα ελάχιστο χρόνο να σκεφτώ τον τρόπο να μην παγιδευτούμε για πάντα στα επαναλαμβανόμενα δευτερόλεπτά της.
«Γιατί το κάνεις αυτό;» με ρώτησε μετά από λίγη ώρα η Νικολέτα.
«Το κάνω για να σωθούμε αγάπη μου!» της απάντησα.
«Από τι;» με κοίταξε με τα δακρυσμένα της μάτια.
«Από την εικοστή πέμπτη ώρα, από το παράλογο, από το ψέμα» της είπα και συνέχισα να οδηγώ.
Φτάνοντας προς το λιμάνι του Πειραιά, η Νικολέτα με παρακάλεσε να την ακούσω: «Άκου Γιάννη, δεν ξέρω τι λες και τι κάνεις, αλλά δε θέλω να με σώσεις από καμία εικοστή πέμπτη ώρα και κανένα παράλογο. Μόλις διέπραξες ένα έγκλημα και καλό είναι να παραδοθείς στην αστυνομία. Δεν τον αγαπούσα τον πατέρα σου, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι ήθελα και να πεθάνει!».
«Σταμάτα Νικολέτα! Δε χρειάζεται να παίζεις άλλο θέατρο. Ξέρω ότι γνωρίζεις, ξέρω ότι ήσουν ξύπνια στην έλευση της εικοστής πέμπτης ώρας, αλλιώς δε θα μου έστελνες τα σημειώματα. Πρέπει να αισθάνεσαι ασφαλής με μένα Νικολέτα. Είμαστε στο ίδιο στρατόπεδο!» της είπα και της χάιδεψα τον σβέρκο. «Το ξέρω ότι προσπαθείς να σιγουρευτείς, αλλά νομίζω ότι το ένστικτο σου σου λέει την αλήθεια. Αλλιώς δε θα με ακολουθούσες στο αυτοκίνητο» κατέληξα. «Μα κράταγες τα παιδιά μου! Ποια μάνα θα εγκατέλειπε τα παιδιά της σε έναν τρελό;» άρχισε να μου φωνάζει και να με χτυπάει. «Σε παρακαλώ, άφησέ μας ήσυχους και πήγαινε παραδώσου!».
«Μα δεν καταλαβαίνει τίποτα;» σκέφτηκα και άρχισα να οδηγώ στην αποβάθρα του λιμανιού αλλόφρων. Η Νικολέτα πήδηξε επάνω μου και άρχισε να με βαράει με λύσσα με αποτέλεσμα να μην μπορώ να δω μπροστά μου. Κάποια στιγμή της δίνω μία με το χέρι μου και την πετάω στο διπλανό κάθισμα. Σε απόσταση λίγων μέτρων και κοντά στη θάλασσα έστεκε μία νεαρή κοπέλα η οποία με κοίταζε κατάματα καθώς οδηγούσα προς τα πάνω της. Μου θύμισε λίγο την αγγελιοφόρο της Νικολέτας, αλλά πριν σιγουρευτώ την παρέσυρα με το αυτοκίνητο και πέσαμε όλοι μαζί στα βρωμικά νερά του λιμανιού. Το αυτοκίνητο γέμισε αμέσως νερά και οι πόρτες είχαν μαγκώσει. Η Νικολέτα κλότσαγε το τζάμι του συνοδηγού μέχρι που κατάφερε να το σπάσει. Τόση είναι η μανία της μάνας για να σώσει τα παιδιά της. Τη στιγμή που άρχισε να κολυμπά για να πάει στα πίσω καθίσματα, μία δύνη άρχισε να στροβιλίζει το αμάξι και αρχίσαμε να χτυπάμε μεταξύ μας. Το αίμα άρχισε να γεμίζει το αυτοκίνητο και μετά από λίγο δεν βλέπαμε τίποτα. Τη δύνη συνόδευε ένας υπόκωφος θόρυβος που έκανε τις λαμαρίνες του αυτοκινήτου να συντονίζονται.
Μετά από λίγο όλα είχαν σταματήσει και επικράτησε η απόλυτη γαλήνη, κι εκεί, μέσα στην θολούρα των βρώμικων νερών του λιμανιού, σα να είδα τη μάνα μου να κολυμπάει κρατώντας από τη μία μεριά έναν κύριο που δεν είχα ποτέ μου και από την άλλη μία κοπέλα που θα ‘ταν δε θα ‘ταν δεκατεσσάρων χρονών. «Περίεργα παιχνίδια που παίζει το μυαλό!», σκέφτηκα και το μάτι μου έπεσε στο ρολόι του αυτοκινήτου. Έδειχνε 24:59:55.
«Δεν είμαστε σε θέση να πούμε πολλά πράγματα» είπε ο αξιωματικός της αστυνομίας στον δημοσιογράφο του “Αγγελιοφόρου”. «Το μόνο που έχουμε είναι μία άμορφη μάζα από σάρκες και μέταλλα. Περισσότερες πληροφορίες σε μερικές μέρες που θα γίνει η ταυτοποίηση του DNA»
Λίγες μέρες μετά το κυρίαρχο θέμα των εφημερίδων ήταν η υπόθεση της πολτοποίησης του αυτοκινήτου, από τις προπέλες του Κρητικού πλοίου. Χαρακτηριστικά ο “Αγγελιοφόρος” έγραφε:
“Πέπλο μυστηρίου καλύπτει την υπόθεση με το πολτοποιημένο πτώμα που ανασύρθηκε μαζί με το όχημα από τα νερά του λιμανιού το απόγευμα της Παρασκευής, 2 Δεκεμβρίου 2016. Εικάζεται ότι ο οδηγός έχοντας αναπτύξει ιλιγγιώδη ταχύτητα, έχασε τον έλεγχο του οχήματος και έπεσε στο νερό γύρω στις 16:00.
Τεράστιο όμως ενδιαφέρον προκαλούν οι πληροφορίες από το εγκληματολογικό εργαστήριο της αστυνομίας, που κάνουν λόγο για ένα εύρημα άνευ προηγουμένου. Στην ταυτοποίηση του γενετικού υλικού εντοπίστηκαν επτά διαφορετικά DNA!
Αν και όλες οι πληροφορίες είναι ανεπιβεβαίωτες, πρόκειται για επτά άτομα διαφορετικών ηλικιών, αγνώστων λοιπών στοιχείων, που κατοικούν στο ίδιο σώμα. Εάν όντως συμβαίνει κάτι τέτοιο, θα πρόκειται περί μίας πρωτοφανούς υπόθεσης με τεράστιο αστυνομικό και επιστημονικό ενδιαφέρον, αφού για πρώτη φορά στα χρονικά εμφανίζεται ένας πολλαπλός άνθρωπος. Οι εξελίξεις αναμένονται ραγδαίες και θα σας κρατάμε ενήμερους.”
Ο περιπτεράς κάπνιζε το τσιγάρο του και διάβαζε τις εξελίξεις για το θέμα όταν ένα ρίγος διαπέρασε ξαφνικά το σώμα του.
Ανέβασε δειλά – δειλά το βλέμμα του ώστε να δει το όνομα της εφημερίδας: «Τελικά υπάρχεις!» σκέφτηκε και την πέταξε αμέσως απ’ τα χέρια του …