Η ΚΟΛΑΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΛΗ

Η

Τα περασμένα χρόνια ασχολήθηκα με πολλά. Τίποτα όμως δεν μου κράτησε το ενδιαφέρον για περισσότερο από έναν – δυο μήνες. Κατέληξα τελικά εδώ, μόνο από καθαρή τύχη. Ψέματα: Κατέληξα εδώ από τις γνωριμίες των γονιών μου. Λίγο λοιπόν η πίεση της μάνας μου και λίγο η συμπαθητική φωνή μου, με οδήγησαν στην καρέκλα του παραγωγού ραδιοφώνου. Τα χρήματα είναι λίγα και δε με φτάνουν να καλύψω τις υποχρεώσεις μου, αλλά όπως είπαμε, οι γονείς μου, το ψώνιο μου και η επαφή μου με τους ακροατές με βάλτωσαν εδώ.

Η εκπομπή μου δεν έχει κανένα πραγματικό ενδιαφέρον, αλλά ποιος χέστηκε γι’ αυτό; Μέτριες μουσικές αχταρμά με ατάκτως ειρημένες ατάκες και επιτηδευμένη καβλοφωνή, είναι το μυστικό της μισής υποτιθέμενης επιτυχίας μου. Το άλλο μισό είναι η επικοινωνία μου με τον κόσμο. Καθιέρωσα, την τελευταία ώρα της εκπομπής μου να πιάνω κουβεντούλα με τους ακροατές. Άλλες φορές πάνω σε κάποιο συγκεκριμένο θέμα, άλλες πάλι, με γενική πάρλα, όπου ο καθένας μπορεί να λέει ότι μαλακία του κατέβει στο κεφάλι. Πολλές φορές είχα και τα τυχερά μου: Κοπέλες με χαμηλή αυτοεκτίμηση, έμπαιναν στο αυτοκίνητό μου και βγάζαμε τα μάτια μας, εκεί ψηλά στον Υμηττό. Το καλύτερο απ΄ όλα ήταν ότι μετά δεν είχαν καμία αξίωση από μένα. Δεν ήταν σε θέση άλλωστε. Όπως είπαμε, είχαν χαμηλή αυτοεκτίμηση. 

Είναι τώρα μία εβδομάδα που η επικαιρότητα μονοπωλείται από το μακέλεμα δύο νεαρών κοριτσιών από μία σέχτα παρανοϊκών σατανιστών. Με την άγνοια του μαλάκα και την επιπολαιότητα κακομαθημένου παιδιού αποφάσισα να ασχοληθώ με το θέμα. Είχα την ελπίδα πως μ’ αυτή μου την απόφαση, θα κατόρθωνα να αποκτήσω κι εγώ λίγη δόξα δική μου και θα έπαυα επιτέλους να ετεροπροσδιορίζομαι από τα λεφτά και τη φήμη του πατέρα μου.

Μόλις “έσκασε” το θέμα και οι δέκτες γέμισαν με τηλεοπτικά παράθυρα, σκέφτηκα να το πάω διά της πλαγίας οδού και να προσπαθήσω να βρω την πηγή του κακού. Ανακάλυψα ένα βιβλιοπωλείο κάπου στην Ακαδημίας, όπου οι λάτρεις του Σατανά προμηθεύονται τα βιβλία τους. Έτσι έφτασα εκεί, με κρυμμένο το δημοσιογραφικό μου κασετοφωνάκι, να κάνω δήθεν τον πελάτη.

Πίσω από τον πάγκο στεκόταν μια κοπέλα ντυμένη στα μαύρα, μελαχρινή με ίσια μακριά μαλλιά και έντονο σκούρο μακιγιάζ στα μάτια. Το μόνο που κάπως έσπαγε την μονοχρωμία του “μαύρου” πάνω της ήταν τα καταπράσινα μάτια της και τα άσπρα τεράστια βυζιά της, που ξεχείλιζαν από το στενό μπλουζάκι της.
Δεν είμαι τύπος που συνήθως κοιτάει βυζιά, αλλά πέρα από το οφθαλμοφανές μέγεθός τους ήταν και αυτή η κρεμασμένη από τον λαιμό της ασημένια πεντάλφα, που αντανακλούσε το φως του ήλιου και θέλοντας ή μη τα μάτια μου στράφηκαν στο ευρύχωρο μπούστο.
“Το σύμβολο του σκότους καλοτοποθετημένο πάνω στον πειρασμό, χρησιμοποιεί το αγνό φως για να με οδηγήσει στην αμαρτία” σκέφτηκα και γέλασα. Εξάλλου στα πάντα μπορείς να βρεις συσχετισμούς, είτε σοβαρούς, είτε τελείως αβάσιμους. 

«Να βοηθήσω;» άκουσα μια τσιριχτή φωνή και απορημένος κοίταξα γύρω μου, αλλά δεν υπήρχε κανείς άλλος μέσα στον χώρο, εκτός από μένα και την μαυροντυμένη κοπέλα. «Εδώ μπροστά σου! Είμαι αυτή που την κοιτάς στο στήθος»
«Μα πώς;» απόρησα.
«Απλό, είμαι μία εγγαστρίμυθος!» αποκρίθηκε με την κανονική βαριά φωνή της και ξέσπασε σε βροντερά γέλια.
«Γεια!» είπα ελαφρώς σαστισμένος. «Δε θα ήθελα κάτι συγκεκριμένο, απλώς να κοιτάξω λίγο» και έπιασα το πρώτο βιβλίο που βρήκα μπροστά μου.
«Κάνε ότι νομίζεις. Πάντως μη νιώθεις άβολα. Σε άλλους έχω πει ότι είμαι η φωνή του σατανά, που έχει μπει στην κοπέλα».

Δεν έδωσα συνέχεια στo αστείο της κοπέλας και έκανα πως κοίταζα με ενδιαφέρον τον τίτλο του βιβλίου που είχα στα χέρια μου. “Νεκρονομικόν” έγραφε. Φευγαλέα ανάσυρα μία πληροφορία απ΄ το μυαλό μου, που ειλικρινά δεν ξέρω πως είχε βρεθεί εκεί. Το βιβλίο αυτό ήταν ένα φανταστικό βιβλίο που δεν υπήρξε ποτέ, παρά μόνο στην φαντασία κάποιου συγγραφέα με πολύ περίεργο όνομα και δεν ήταν του συγγραφέα που φιγουράριζε κάτω από τον τίτλο. 

Αφού άφησα να περάσει κάνα δεκάλεπτο και καθώς ένιωθα το βλέμμα της να με παρακολουθεί συνεχώς, τη ρώτησα τάχα αδιάφορα: «Αλήθεια, υπάρχει κοινό για τέτοια βιβλία;»
Τα πράσινα μάτια της καρφώθηκαν επάνω μου: «Δημοσιογράφος είσαι;»
«Όχι, όχι!» απάντησα ένοχα, «Απλώς είμαι βιβλιοφάγος και περνούσα απ΄ έξω και …»
«Και μπήκες;», συμπλήρωσε ειρωνικά.
«Ναι, ακριβώς! Κι άλλες φορές έχω περάσει από δω, αλλά δεν έτυχε να μπω. Αλλά τι λέω; Φαντάζομαι ότι θα με θυμόσουν αν είχα ξαναμπεί». Το άγχος μου πρέπει να είχε βγει απ’ το σώμα μου και να καθόταν σε μία γωνία και να έσπαγε πλάκα μαζί μου.
«Άρα δε γνωρίζεις πού ακριβώς έχεις μπει;» επέμεινε η κοπέλα.
«Σε βιβλιοπωλείο;» της απάντησα με ένα εξυπνακίστικο ψευτογελάκι.
«Μόνο; Δηλαδή δεν ξέρεις τίποτα για τις μυστικές εισόδους;» μου γέλασε συνωμοτικά.
Δεν πίστευα στ΄ αυτιά μου. Έβαλα το χέρι γρήγορα στην τσέπη του μπουφάν μου για να σιγουρευτώ ότι το κασετοφωνάκι μου γράφει.
«Μυστικές εισόδους;» επανέλαβα δήθεν αδιάφορα.
Η υπάλληλος του βιβλιοπωλείου βγήκε από τον πάγκο της και με πλησίασε.
«Εδώ έρχονται διάφοροι. Συνήθως κάτι πειραγμένοι που πιστεύουν στο Σατανά. Και μη νομίζεις ότι είναι ντυμένοι σαν κι εμένα. Συνήθως είναι κάτι τύποι υπεράνω πάσης υποψίας -να σαν και σένα- με τα καλοσιδερωμένα πουκαμισάκια τους και τις γαμάτες δουλειές τους»
«Και οι είσοδοι;» επανήλθα.
«Α, ναι! Το κατάστημα εδώ διαθέτει εισόδους για το ναό τους, αλλά εγώ δεν είμαι ποτέ εδώ όταν αυτοί έρχονται. Το αφεντικό, μου δίνει ρεπό ή έρχονται το βράδυ όταν είναι κλειστά»
«Κι εσύ πως τα ξέρεις αυτά;» ρώτησα.
«Έχω δει πράγματα!» έσκυψε στο αυτί μου. «Την έχω στήσει απέναντι στο καφέ πολλές φορές και τους παρακολουθώ. Έρχονται με κάτι κοριτσάκια και χάνονται μέσα στο βιβλιοπωλείο με τις ώρες. Και μετά βγαίνουν μόνοι τους, κύριοι, σα να μην συμβαίνει τίποτα!»

Είχα βγάλει λαβράκι! Η γκοθού, μου τα ξέρασε όλα. Επιτέλους είχε έρθει η στιγμή να κάνω το μπαμ. Φανταζόμουν τον εαυτό μου σε τηλεοπτικό παράθυρο να μου παίρνει συνέντευξη ο Ευαγγελάτος…

…«Έχουμε μαζί μας τον άνθρωπο που ξεσκέπασε το μεγαλύτερο κύκλωμα σατανιστών στην Ευρώπη! Κύριε Βουνοτρυπίδη, καλώς ήρθατε. Πώς ξετυλίξατε το κουβάρι και αποκαλύψατε τη σέχτα;»
«Καλησπέρα σας κύριε Ευαγγελάτο. Θα σας απαντήσω πολύ γρήγορα και περιεκτικά γιατί ο χρόνος μου είναι πολύ περιορισμένος. Σε είκοσι λεπτά θα βγω ζωντανά στο CNN, ελπίζω να μη σας δημιουργώ πρόβλημα»
«Μα τι λέτε Γιώργο! Μου επιτρέπεις να σου μιλάω στον ενικό; Είναι μεγάλη χαρά που θα σε έχουμε, έστω και για λίγο!»…

«Όλα ξεκίνησαν από ένα πατάρι» δήλωσα.
«Τι ήταν στο πατάρι;», ρώτησε ο Ευαγγελάτος, αλλά η φωνή του είχε κάτι διαφορετικό.

«Στο πατάρι;» επανέλαβε με μία τσιριχτή φωνή.
«Καλά κουφός είσαι;» με σκούντηξε η κοπέλα μιλώντας με την δεύτερη φωνή της.
«Όχι … τι έλεγες;» απάντησα σαστισμένος γυρίζοντας στη ρηχή πραγματικότητα.
«Λες να είναι στο πατάρι η είσοδος; Δεν έχω ανέβει ποτέ εκεί. Δε μου επιτρέπει το αφεντικό και δεν είναι να παίζεις μ’ αυτά. Από στιγμή σε στιγμή μπορεί να βρεθώ βιασμένη και τεμαχισμένη ή τεμαχισμένη και βιασμένη. Ποτέ δεν ξέρεις μ΄ αυτούς!»
«Καλά κάνεις. Όχι δεν είναι να παίζεις μ’ αυτά!» συμφώνησα απόλυτα μαζί της.
Η κοπέλα με κοίταξε σαν παιδάκι που ήταν έτοιμο να κάνει σκανδαλιά: «Τι λες, πάμε;»
«Πάνω; Στο πατάρι;» και καθώς της απαντούσα είχα ήδη ανέβει το πρώτο σκαλί της μεταλλικής περιστροφικής σκάλας.

Βρεθήκαμε σε έναν κατασκότεινο χώρο που βρώμαγε μούχλα.
«Από πού ανάβει το φως κοπελιά;» ρώτησα κάπως άκομψα.
«Λούση με λένε και δεν ξέρω από πού ανάβει το φως! Σου υπενθυμίζω ότι δεν έχω ξανανέβει!»
Η Λούση θιγμένη έψαξε και βρήκε ένα διακόπτη, που άναβε ένα ψωροφώς, αλλά τέλος πάντων καλύτερο απ’ το τίποτα. Ο χώρος ήταν καμιά πενηνταριά τετραγωνικά με ξύλινους τοίχους, μία μοκέτα γεμάτη λεκέδες και αποτσίγαρα, ενώ στη μέση δέσποζε ένα μεγάλο μαρμάρινο ορθογώνιο τραπέζι χωρίς καρέκλες.
«Κάποιος απ΄ αυτούς τους ξύλινους τοίχους θα ανοίγει» συμπέρανα, μη μπορώντας να σκεφτώ άλλη πιθανή είσοδο προς τον ναό.
«Δίκιο έχεις, ας ψάξουμε μαζί!» συμφώνησε η Λούση.

Μετά από αρκετή ώρα και έχοντας σπρώξει κάθε ξύλινη τάβλα στον τοίχο, το αποτέλεσμα ήταν αποκαρδιωτικό.
«Κάτι άλλο θα είναι, δεν μπορεί να μην ανοίγει!» και κοίταξα τη Λούση, αυτή τη φορά στα μάτια.
«Κοίτα! Το τραπέζι είναι πεντακάθαρο!» φώναξε.
Η Λούση είχε δίκιο. Σε έναν χώρο όπου η βρώμα νικούσε κατά κράτος, ένα καθαρό αντικείμενο είναι σα διαμάντι μέσα στα σκατά.
«Καθαρό τραπέζι σε έναν χώρο που ζέχνει;» απόρησα.
«Ξέρεις τί νομίζω; Κάτι κάνουν πάνω στο τραπέζι. Ίσως καμία τελετή κάθαρσης πριν μπούνε στο ναό!» διαπίστωσε η Λούση.
«Ωραία! Και πώς είναι δηλαδή οι τελετές κάθαρσης αυτών των παρανοϊκών;»
«Που θες να ξέρω; Εγώ, ούτε την εμφάνιση δεν έχω σαν κοινό στοιχείο μ’ αυτούς!» παραδέχτηκε η κοπέλα.

Τα πράγματα είχαν δυσκολέψει.
Ως πιθανό σενάριο, το τραπέζι να είναι το “κλειδί” φαινόταν το επικρατέστερο, αλλά πώς διάολο να το χρησιμοποιήσουμε;
«Καλά! Είμαστε παντελώς βλαμμένοι και οι δύο!» πετάχτηκε η Λούση, «Πάω κάτω να βρω το κατάλληλο βιβλίο!»
Είχε πάλι δίκιο η κοπέλα. Τελικά δεν ήταν και τόσο χαζή όσο νόμιζα. θα έβρισκε ένα βιβλίο με περιγραφές τελετουργικών τέτοιου χαρακτήρα και εκεί μέσα θα λυνόταν το μυστήριο του τραπεζιού.

Όσο εγώ καθόμουν αγχωμένος στο πατάρι και περίμενα από στιγμή σε στιγμή να εμφανιστεί ο ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου και να μας περάσει σουβλάκι, η Λούση έψαχνε εναγωνίως να βρει το κατάλληλο μάνιουαλ: “ΠΩΣ ΝΑ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΤΕ ΜΥΣΤΙΚΕΣ ΕΙΣΟΔΟΥΣ ΣΕ ΣΑΤΑΝΙΣΤΙΚΟΥΣ ΝΑΟΥΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΕΝΑ ΚΑΘΑΡΟ ΤΡΑΠΕΖΙ

Μετά από λίγο, επιτέλους ανέβηκε:
«Το βρήκα κούκλε !» ανακοίνωσε με ενθουσιασμό μικρού παιδιού.
«Ερρίκο με λένε!» της είπα ψέματα.
«Σοβαρολογείς; Ερρίκος βαφτίστηκες;» μου είπε ειρωνικά χτυπώντας μου τον ώμο.
«Ναι Ερρίκος! Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;” απάντησα ενοχλημένος, λες και ήταν το δικό μου όνομα.
«Όχι καθόλου! Η γκόμενά σου θα έπρεπε να έχει πρόβλημα» συνέχισε περιπαιχτικά.
«Τι βρήκες κάτω, πες μου;» την αποθάρρυνα για δεύτερη φορά και ίσως τώρα να κατάλαβε ότι δεν έχω όρεξη για φτηνές πλάκες. Είμαι δω για κάποιο λόγο και δε θα αφήσω κανένα χαζοχαρούμενο κοριτσάκι να με αποπροσανατολίσει.
«Βρήκα αυτό το βιβλίο που μιλάει για τελετουργικά μύησης. Ελπίζω να μας κάνει!» είπε ξαναμμένη.

Το βιβλίο ήταν τόσο αναλυτικό, γεμάτο εικονογραφήσεις, που αν πράγματι υπήρχε τελετουργικό με τραπέζι θα πέφταμε επάνω του εύκολα.
«Να ‘το !» φώναξε ενθουσιασμένη η Λούση.
«Αυτό εννοείς;» την ρώτησα έκπληκτος.

Βρέθηκα τελικά πάνω στο τραπέζι, αλλά μέσα στη Λούση. Η εικονογράφηση και οι “οδηγίες χρήσεως” ήταν ακριβείς: Ένα ζευγάρι να κάνει έρωτα πάνω στο τραπέζι και καμιά δεκαριά νοματαίοι να παρακολουθούν τη φάση. Δεν μου είχε καταστεί βέβαια απολύτως σαφές με ποιον τρόπο άνοιγε η μυστική είσοδος, αλλά δε γαμιέται; Εξάλλου αυτό το “δε γαμιέται” το ζούσα στην κυριολεξία.

Η Λούση ήταν σκέτο κομπρεσέρ. Όχι από τα απλά για να ανοίγεις καμιά τρύπα στον τοίχο, αλλά από τα άλλα, τα κρουστικά για τα τσιμέντα.
Είχε και πολλά προγράμματα. Ένα αργό αλλά δυνατό, ένα γρήγορο για “τις λεπτοδουλειές” και ένα μεσαίο για τη διάρκεια. Το απίθανο ήταν ότι σε κάθε πρόγραμμα, το ακούραστο κομπρεσέρ ηχούσε διαφορετικά.
Η Λούση είχε τεράστια γκάμα φωνητικών δυνατοτήτων. Κάποιες στιγμές μπερδεύτηκα νομίζοντας ότι άκουγα δύο φωνές ταυτόχρονα, αλλά μάλλον ήταν η ιδέα μου.

Αν και κάναμε τρεις προσπάθειες να ανοίξουμε τη μυστική κρύπτη, τελικά δεν τα καταφέραμε.
«Που κάνουμε λάθος;» τη ρώτησα.
«Καλά, εσύ είσαι τελείως μαλάκας! Σοβαρά πίστεψες ότι θα ανοίξουν οι τοίχοι επειδή εσύ γάμησες; Τι το πέρασες το μουνί μου, κλειδαριά;»

Είχα πιαστεί τεράστιος μαλάκας με το θέμα του βιβλιοπωλείου και της μυστικής κρύπτης. Η Λούση προσπάθησε να με ξαποστείλει προσβεβλημένη, αφού θεώρησε ότι συνουσιάστηκα μαζί της μόνο και μόνο για να εξασφαλίσω μία αποκλειστικότητα στο θέμα των σατανιστών. Με τη σειρά μου έγινα κι εγώ πυρ και μανία, γιατί κατάλαβα ότι η ιστορία που μου πούλησε η εγγαστρίμυθος έγκαυλη νεαρά, δεν είχε την παραμικρή δόση αλήθειας. Ήταν απλά μία έξυπνη επινόηση προκειμένου να “παγιδεύει” συστηματικά τα “θηράματά” της.

Απογοητευμένος, και με τα όνειρά μου να “βγω”στον Ευαγγελάτο να έχουν καταρρεύσει, οδηγούσα εκνευρισμένος για τη δουλειά. Με είχαν συνεπάρει τόσο οι σκέψεις μου, που παραλίγο να κάνω πίτα μία παρέα νεαρών εφήβων που διέσχιζαν την Ακαδημίας.

Χωρίς καμία παγκόσμια αποκλειστικότητα για σέχτες σατανιστών να μοιραστώ με τους ακροατές μου, μπήκα στη δισκοθήκη του σταθμού και βρήκα ένα σωρό θλιμμένα τραγούδια. Το είχα πάρει απόφαση. Απόψε θα έκανα πρόγραμμα μόνο για μένα και την ρημάδα αφέλειά μου, που πίστεψα ότι έτσι εύκολα θα γινόμουν κάποιος άλλος και όχι ο γόνος του Βουνοτρυπίδη Αγαμέμνωνα: «Το τίποτα δεν γίνεται ποτέ κάτι, γιατί απλά είναι τίποτα», σκέφτηκα με τα λίγα μαθηματικά που ήξερα. Βούτηξα ένα μπουκάλι βότκα από το γραφείο του διευθυντή και με τους δίσκους παραμάσχαλα μπήκα στο στούντιο και έκατσα μπροστά στο μικρόφωνο.

Η εκπομπή μου θα ξεκινούσε σε λίγα λεπτά, αμέσως μετά το σύντομο δελτίο ειδήσεων που ήδη εκφωνούσε η συμπαθέστατη Μία, η οποία δεν ήταν μία, αλλά δύο. Η κοπέλα αυτή ήταν η πιο θετική παρουσία στο σταθμό, αλλά βασανιζόταν η δύστυχη. Δεν ήταν που η Μία (ατυχές υποκοριστικό του Ευμορφία) ήταν δύο μέτρα παρά κάτι, αλλά που αυτό το περίσσευμα ύψους, της είχε στερήσει την ανδρική συντροφιά τελείως και απ’ ότι φαινόταν και διά παντός. Κρίμα όμως. Εγώ την έβρισκα πάντα πολύ συμπαθητική. Εξάλλου η άδεια μου ζωή με είχε μάθει να δοκιμάζω πράγματα που η πλειοψηφία των ανδρών απέρριπτε.

«Τρία, δύο, ένα, πάμε!» άκουσα τον αγχωμένο ηχολήπτη και βρέθηκα για άλλη μια φορά εκτεθειμένος στον καλό ή τον κακό μου εαυτό. Αυτό ήταν ένα σοβαρό ζήτημα που αντιμετώπισα από την πρώτη μέρα που ξεκίνησα αυτή τη δουλειά. Λόγω του σκόρπιου χαρακτήρα μου, ήταν σχεδόν αδύνατο να ακολουθήσω την σκαλέτα της εκπομπής, που είχα εγώ ο ίδιος δημιουργήσει, όσο υποτυπώδης και να ήταν. Ο παρορμητισμός μου με είχε φέρει πάρα πολλές φορές σε πολύ δύσκολη θέση. Είχαν βγει από το στόμα μου τέρατα, που ούτε ο ίδιος πίστευα όταν τα έλεγα, αλλά ήταν ήδη αργά. Ευτυχώς που οι ακροατές μου δεν ήταν πολύ πάνω από εκατό και σχεδόν τους είχα γνωρίσει όλους αυτοπροσώπως. Αλλιώς θα βρισκόμουν ή στη φυλακή ή σε κάνα χαντάκι. Η αποψινή εκπομπή όμως δεν ήταν σαν τις άλλες.
Ξεκίνησα με μία κλισέ έναρξη με πληροφορίες για το σταθμό και για τη μουσική που θα ακολουθήσει και αυτό ήταν. Έκλεισα το μικρόφωνο, άναψα ένα τσιγαράκι και άρχισα να πίνω την κλεμμένη βότκα μου.
Τα κοψοφλέβικα τραγούδια που είχα επιλέξει, ακολουθούσαν το ένα το άλλο και εγώ βρισκόμουν κολλημένος στο υπερπέραν.

Την πνευματική μου ραστώνη διάκοψε ο ηχολήπτης, όπου με τρόμο στα μάτια μου έτεινε το ακουστικό του τηλεφώνου: «Παρακαλώ;» απάντησα αφηρημένα.
«Ρε παπάρα, εδώ και μισή ώρα ακούω το σταθμό και αναρωτιέμαι αν είναι Μεγάλη Παρασκευή! Επίσης αναρωτιέμαι ποιος μαλάκας είναι αυτός που σε πληρώνει για να παίζεις αυτές τις κουλτουριάρικες μαλακίες! Και απαντώ μόνος μου: Εγώ σε πληρώνω βρε αρχίδι και θα σταματήσω να το κάνω αν το επόμενο δευτερόλεπτο δεν μας κάνεις την τιμή να ακούσουμε τη σπάνια φωνή σου, καθώς και τη γλυκιά φωνούλα των κορασίδων, που παίρνουν για να πουν τη μαλακία τους μπας και βρεθεί κάνας τυφλός και τις γαμήσει!»

Κατατρομαγμένος ότι την επόμενη μέρα δε θα είχα δουλειά, επανέφερα πάλι το μυαλό μου σε λειτουργία και καταϊδρωμένος από το άγχος έψαχνα ένα θέμα για να ιντριγκάρω τους λίγους πιστούς ακροατές μου. Όσοι δηλαδή μου είχαν απομείνει στη σημερινή εκπομπή.
Το μάτι μου έπεσε σε ένα χαρτί που είχε παρατήσει πάνω στο τραπέζι η Μία: “Συνελήφθη ο υπαρχηγός της Σατανικής σπείρας ο οποίος κρατάει σιγή ιχθύος. Ο αρχηγός παραμένει ασύλληπτος, καθώς η ολιγωρία της ελληνικής αστυνομίας του έδωσε μεγάλο πλεονέκτημα χρόνου. Δημοσιογραφικές πηγές αναφέρουν ότι είναι πιθανό, ο μακελάρης να έχει ήδη διαφύγει στο εξωτερικό”.
Χωρίς να χάσω καθόλου χρόνο και χρησιμοποιώντας την είδηση που μόλις διάβασα, σκέφτηκα: “Ή τώρα ή ποτέ!” άνοιξα το μικρόφωνο και έθεσα το θέμα για τη συζήτηση με τους ακροατές:
«Όλη η ιστορία με τους Σατανιστές είναι μόνο μία πρόφαση για καλύτερο σεξ» ξεστόμισα. «Τα αρρωστημένα μυαλά ανθρώπων υπεράνω πάσης υποψίας εφηύραν τέτοιου είδους τελετουργικά για να ξεδιψάσουν την ακόρεστη ανάγκη τους για ασύδοτες συνευρέσεις, που πολλές φορές φτάνουν μέχρι το θάνατο των ανυποψίαστων θυμάτων τους. Είμαι πλέον απολύτως πεπεισμένος ότι καμία λατρεία στον Σατανά ή όπου αλλού, δεν μπορεί να μας ξεγελάσει πια. Βγείτε ζωντανά στην εκπομπή και πείτε τη γνώμη σας. Με τη σειρά μου σας υπόσχομαι ότι στην αυριανή εκπομπή θα σας παρουσιάσω ένα μοναδικό ντοκουμέντο που το αποδεικνύει τα παραπάνω»

Δευτερόλεπτα μετά, το τηλεφωνικό κέντρο είχε κοκκινίσει από κλήσεις ακροατών που ήθελαν να μιλήσουν για το θέμα. Ήταν τόσο μεγάλη η συμμετοχή του κόσμου, ώστε ο ηχολήπτης αδυνατούσε να τα βγάλει πέρα μόνος του. Αναγκαστήκαμε λοιπόν να ζητήσουμε τη βοήθεια της Μίας. Θα ήμουν αναγκασμένος, για το υπόλοιπο της εκπομπής, να βρίσκομαι στον ίδιο χώρο μαζί της – χαλάλι. Με μεγάλη προθυμία η Μία δέχτηκε και βρέθηκε να κάθεται δίπλα μου, να μου γράφει σημειώματα με το όνομα και την ηλικία κάθε συμμετέχοντα ακροατή.
Το θέμα της εκπομπής ήταν από μόνο του πιασάρικο, αλλά αυτό που το έκανε ασυναγώνιστο ήταν η υπόσχεση μου στους ακροατές ότι είχα ηχητικά ντοκουμέντα που αποδείκνυαν τα λεγόμενά μου.
Σκέφτηκα να χρησιμοποιήσω το υλικό που είχα ηχογραφήσει κρυφά στο βιβλιοπωλείο. Θα το μόνταρα κατάλληλα και να δημιουργούσα ένα θέμα από το πουθενά. Δεν περίμενα τέτοια αποδοχή και η αλήθεια είναι ότι αυτό με τρόμαξε, αλλά δεν μπορούσα πάλι να κάνω πίσω.

Η ιστορία επαναλαμβάνεται: Καλούμουν πάλι, να πληρώσω ακριβά την αδυναμία μου να φιλτράρω τον λόγο μου και να συγχρονίσω ανάλογα τη συμπεριφορά μου. Την τελευταία φορά που είχα βρεθεί με τη Μία στο άσπρο μου αυτοκίνητο, μου είχε πει ότι συμπεριφέρομαι σα σκύλος στο πείραμα του Παυλόφ, με τη διαφορά ότι εμένα δε μου έτρεχαν τα σάλια με τον ήχο του κουδουνιού, αλλά άνοιγα το κουτάκι με τις μαλακίες μόλις άκουγα τη φωνή μου στο μικρόφωνο. Είχα τσαντιστεί πολύ με αυτή την εύστοχη παρατήρηση.

Στην εκπομπή η γνώμες δίναν και παίρναν και η αναμονή των ακροατών είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενο, όχι μόνο του σταθμού που δούλευα, αλλά όλων των άλλων σταθμών μαζί. Πάνω στη φούρια ήρθε το δεύτερο τηλέφωνο του αφεντικού, που με τρομοκράτησε περισσότερο από το πρώτο: «Ρε γαμιόλη γιε, εγώ πάντα το ‘λεγα για το ταλέντο σου. Έχεις τινάξει την μπάνκα στον αέρα. Σε ακούει όλη η Αθήνα με τις μαλακίες που λες. Εύχομαι μόνο – για το καλό σου – να έχεις όντως κάτι να παρουσιάσεις αύριο, γιατί αλλιώς θα σου χώσω μια πεντάλφα στον κώλο και θα τη γυρίζω δεξιά – αριστερά. Έτσι για να είμαι και επίκαιρος!»

Η εκπομπή τελείωνε κι εγώ ήθελα να πάρω το αυτοκίνητο και να εξαφανιστώ για μέρες, ίσως και μήνες, μέχρι να ξεθυμάνει το ζήτημα που είχα κινήσει. Μετά μάλλον θα έψαχνα για δουλειά κάπου στην επαρχία σε κάποιο ψιλικατζίδικο.

“Ακροατής/επείγον/αέρα/στοιχεία”
Πάνω στην αποφώνηση, η Μία μου πάσαρε αυτό το σημείωμα. Δεν ήμουν σίγουρος αν έπρεπε να επιτρέψω σ’ αυτόν τον ακροατή να βγει στον αέρα, όμως το άγχος μου με οδήγησε στη λάθος απόφαση:
«Έχουμε έναν τελευταίο ακροατή να ακούσουμε πριν σας αποχαιρετήσω. Σας ακούω.» και έκανα νόημα στον ηχολήπτη να ανοίξει τη γραμμή. «Το όνομά σας;» ρώτησα, αλλά άκουγα μόνο μια ανάσα. «Εσείς είστε στον αέρα, παρακαλώ σας ακούμε!» επανέλαβα και ίδρωνα, γιατί μου “κλώτσαγε” πολύ αυτή η ανάσα. Είχε κάτι το απόκοσμο. «Προφανώς έγινε κάποιο λάθος αγαπητοί φίλοι μου. Σας ζητώ συγνώμη. Παρακαλώ να κλείσουμε τη γραμμή»
Και τότε τον άκουσα: «Τόλμη ή ανοησία; Επιπολαιότητα ή βαθιά σκέψη; Απόλυτη άγνοια των δυνάμεων που μας ορίζουν ή απόφαση να εγκαταλείψετε τα εγκόσμια;»
Η φωνή που ακουγόταν αυτή τη στιγμή από χιλιάδες ακροατές ήταν η φωνή της κόλασης.
«Το όνομά σας κύριε; Αν μπορώ να σας αποκαλώ έτσι;» βγήκα στην αντεπίθεση.
«Μα θα έπρεπε να το γνωρίζεις πολύ καλά αγαπητέ» μου απάντησε με ειρωνεία.
«Η εκπομπή θα έπρεπε να έχει ήδη τελειώσει, οπότε δεν έχω περιθώρια για παιχνιδάκια.
Παρακαλώ πείτε μου το όνομά σας και ότι άλλο θέλετε να πείτε. Εκτός και αν είστε απ΄ αυτούς τους ανόητους φαρσέρ που προσπαθούν να κλέψουν λίγη δημοσιότητα!»
«Να κλέψω λίγη δημοσιότητα; Από σας; Μα σας παρακαλώ, δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου. Είμαι πολύ διάσημος ξέρετε και δεν το έχω ιδιαίτερη ανάγκη από λίγη κλεμμένη δημοσιότητα. Επίσης δεν κάνω ποτέ φάρσες. Αυτό με προσέβαλε λίγο και θα σας συμβούλευα να μην το ξαναπείτε. Αλλά ας είναι. Επιτρέψτε μου να συστηθώ σε σας, αλλά και στους τρεις χιλιάδες επτακόσιους τριάντα δύο ακροατές σας – θέλω να είμαι πάντα ακριβής ξέρετε. Το όνομά μου είναι Ασμοδαίος! Φαντάζομαι ότι θα μ’ έχετε ακουστά»
«Να σας πω την αλήθεια, δεν σας έχω ακουστά και είμαι σίγουρος πως ούτε οι τρεις χιλιάδες επτακόσιοι τριάντα δύο ακροατές μου γνωρίζουν κάτι για σας. Οπότε συγχωρέστε με που θα διακόψω την επικοινωνία. Εάν επιθυμείτε όμως, κάποια άλλη στιγμή μπορείτε να επικοινωνήσετε με τον σταθμό να σας δώσουν βήμα στην εκπομπή με τους ανόητους! Κλείστε παρακαλώ αυτόν τον γελοίο άνθρωπο!» φώναξα στον ηχολήπτη.
«Δυστυχώς μου δώσατε την απάντηση στα ερωτήματα που σας έθεσα» άκουσα πάλι τη φωνή.
Ο Ηχολήπτης με κοίταζε τρομαγμένος. Όχι όπως πριν με το τηλέφωνο του μπαμπά μου, αλλά ήταν κίτρινος και έτρεμε. Η Μία γρήγορα μου έδωσε ένα σημείωμα που έγραφε: “Κλείσαμε το τηλέφωνο/ Πώς ακούγεται;”
«Δεν είναι όντως περίεργο;» είπε ο Ασμοδαίος γελώντας. «Και όλο τον σταθμό να ανατινάξετε, που φυσικά θα μπορούσα να σας βοηθήσω σ΄ αυτό, η φωνή μου θα ακουστεί»

Έβλεπα μπροστά μου τη Μία και τον ηχολήπτη να σβήνουν ένα ένα τα μηχανήματα εκπομπής του σταθμού.
«Τα σβήσατε όλα τα μηχανήματα του διαβόλου;» είπε και άρχισε να γελάει.
«Μα πώς γίνεται;» απόρησα.
«Αγαπητέ μου Γιώργο, με απογοητεύεις!. Θα έπρεπε να μην συμμετέχεις σε παιχνίδια που είναι για μεγάλα παιδιά. Οπότε άκου τι θα κάνεις και θα σε αποδεσμεύσω».

Είχα αρχίσει να βουρκώνω από τον φόβο μου, γιατί αισθανόμουν ότι δεν υπήρχε γυρισμός. Η ασόβαρη αντιμετώπιση μου στη ζωή με πέταξε μέσα στο μεταφυσικό.
«Έχεις τρεις μέρες να εντοπίσεις και να διορθώσεις το λάθος που έπραξες. Αν δεν τα καταφέρεις, τότε οι τρεις χιλιάδες επτακόσιοι τριάντα δύο ακροατές σου θα βρουν βασανιστικό θάνατο, που δεν περνάει από το μυαλό ούτε του πιο αρρωστημένου δολοφόνου. Τρεις μέρες» κατέληξε.

Στις τρεις το πρωί βρέθηκα να κάθομαι σε ένα γραφείο και να πίνω τις τελευταίες σταγόνες της βότκας με τα μέγιστα των ερωτημάτων να τριβελίζουν το μυαλό μου: “Ποιο ήταν το λάθος που διέπραξα; Θα είμαι κι εγώ μέσα σ΄ αυτούς που θα βρουν βασανιστικό θάνατο; Κι αν ναι, τότε γιατί δεν το ανέφερε;”
Πάντως σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να ξαναζήσω τις τελευταίες ώρες και να αναρωτηθώ πού ακριβώς έσφαλα, σύμφωνα με τον Ασμοδαίο.
Στο σταθμό είχε μείνει μόνο η Μία, η οποία προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι επρόκειτο για καλοστημένη φάρσα και ότι δε θα ’πρεπε να ανησυχώ. Η φωνή της όμως την πρόδιδε. Είχε αυτή την άδεια από συχνότητες χροιά του ετοιμοθάνατου.

Μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας αποφάσισα να πάρω τον δρόμο για το σπίτι.
«Καλά μαλάκας είσαι; Πώς θα οδηγήσεις σε αυτή την κατάσταση; Θα πεθάνεις πριν τη λήξη της προθεσμίας. Δεν έχεις περιέργεια να δεις τι θα γίνει;»
Το ακατάλληλο για την περίσταση χιούμορ της Μίας θα το εκτιμούσα υπό άλλες συνθήκες, αλλά απόψε μου φάνηκε ως και ενοχλητικό.
«Θα σε πάω εγώ στο σπίτι σου και αύριο παίρνεις ένα ταξί κι έρχεσαι» επέμεινε.

Κατεβήκαμε τις σκάλες και ανοίξαμε την γυάλινη πόρτα του κτιρίου. Κάτι τύποι που ήταν καθισμένοι στο απέναντι πεζοδρόμιο σηκώθηκαν και κατευθύνθηκαν προς το μέρος μας.
«Είσαι ο Βουνοτρυπίδης;» με ρώτησε ο ένας.
Η Μία με γράπωσε από το χέρι και άρχισε να τρέχει: «Τρέχα μαλάκα μου, κρατάνε λοστάρια!»
Βάλαμε τα πόδια στους ώμους και κατηφορίζαμε την Ομήρου, αλλά κατάλαβα πολύ γρήγορα ότι δε θα μπορούσα να ακολουθήσω τη δρασκελιά της Μίας. Ένα βήμα της αντιστοιχούσε σε τρία δικά μου και όσο οι αφηνιασμένοι τύποι με τα λοστάρια μας πλησίαζαν, τόσο η Μία μεγάλωνε το άνοιγμά της. Κάποιες στιγμές ένιωθα ότι τα πόδια μου δεν έβρισκαν έδαφος. “Πόσο ασυνήθιστο πλάσμα!” σκέφτηκα βλέποντας την ξερακιανή δίμετρη νεαρή να τρέχει σα διάολος και να μην κάνει ούτε έναν μορφασμό στο πρόσωπό της. Σαν να μην ήταν εκεί. Σαν να μη δεχόταν κανένα ερέθισμα από το περιβάλλον της.

Τη στιγμή που είχαμε αρχίσει να ακούμε την ανάσα των διωκτών μας, διασχίζαμε την Ακαδημίας, όταν ένα αυτοκίνητο με ιλιγγιώδη ταχύτητα έπεσε πάνω στη συμμορία και τη σκόρπισε διαμελισμένη προς όλες τις κατευθύνσεις. Εμείς μείναμε παγωμένοι στη μέση του δρόμου και παρακολουθούσαμε ένα άσπρο ματωμένο στάρλετ να πηγαίνει μπρος – πίσω αποτελειώνοντας ότι κουνιόταν. Εγώ ανήμπορος να κουνηθώ από την κούραση και απ’ το σοκ, καθόμουν σα στήλη άλατος και περίμενα το διαβολικό στάρλετ να στραφεί προς τα πάνω μας. Όμως αντ’  αυτού άκουσα την πόρτα του οδηγού να ανοίγει.

«Στράικ, έκανα στράικ!» και η οδηγός του στάρλετ άρχισε να φωνάζει και να χοροπηδάει στη μέση του δρόμου.
«Λούση, εσύ;»
«Ναι Ερρίκο και είμαι χαρούμενη! Τα έκανα κορίνες τα καθάρματα! Βιαστείτε, μπείτε μέσα να φύγουμε, σε λίγο θα πλακώσουν οι μπάτσοι!»
Χωρίς να το σκεφτούμε επιβιβαστήκαμε στον λευκό δολοφόνο και η Λούση γκάζωσε πολτοποιώντας ότι βρέθηκε μπροστά της. Στη διαδρομή μείναμε αμίλητοι. Είχα πάρα πολλά πράγματα να ρωτήσω τη Λούση, αλλά έπρεπε πρώτα να συνέλθω από το σοκ των τελευταίων λεπτών. Κατευθυνόμασταν νότια και η Λούση όπου έβρισκε λακκούβα με νερό πέρναγε από μέσα. Κατάλαβα ότι προσπαθούσε να ξεφορτωθεί τα υπολήμματα από τις ανθρώπινες σάρκες που ήταν κολλημένα στον προφυλακτήρα και στα λάστιχα του αυτοκινήτου, αλλά προφανώς αυτό δεν ήταν λύση και η Λούση φάνηκε να το γνωρίζει καλά αυτό.
Φτάσαμε κάπου στο Κουκάκι όταν η Λούση σταμάτησε το αυτοκίνητο: «Κατεβείτε, πρέπει να αλλάξουμε αυτοκίνητο!» μας ανακοίνωσε και βγήκε πρώτη. «Περιμένετε εδώ κι έρχομαι αμέσως!» και μπήκε τρέχοντας μέσα σε μία πολυκατοικία. Κοιτιόμασταν απορημένοι με τη Μία, αλλά βρήκε την ευκαιρία για να ρωτήσει: «Από πού την ξέρεις αυτή και γιατί σε αποκάλεσε Ερρίκο;»
Πριν προλάβω να της απαντήσω, ένας μηχανικός βρυχηθμός έκανε το έδαφος να σείεται και από το γκαράζ της πολυκατοικίας ξεπρόβαλε μία porsche 911. «Μπείτε! Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Αργά η γρήγορα θα εντοπίσουν τον Ασπρούλη!»

Η Λούση ξεκίνησε πάλι τα σλάλομ ανάμεσα στα αυτοκίνητα στη Συγγρού και κάπου στο Φαληρικό δέλτα της έκανα τη μοναδική ερώτηση που μου ήρθε στο μυαλό εκείνη τη στιγμή: «Το στάρλετ είναι ο Ασπρούλης;»
«Ναι, δεν είναι χαριτωμένο;» μου είπε με μία ψηλή μωρουδίστικη φωνή.
«Και δε φοβάσαι μήπως σε εντοπίσουν;» ρώτησα.
«Μα δεν είναι δικό μου! Το βρήκα λίγο πριν συναντηθούμε στην Ακαδημίας και θεώρησα ότι του πήγαινε το όνομα» απάντησε φυσικά.
«Όταν λες ότι το βρήκες, προφανώς εννοείς ότι το έκλεψες!» συμπλήρωσε με μία παγωμάρα η Μία.
«Όχι ψηλή! Είμαι πάντα ακριβής. Το βρήκα, δεν το έκλεψα!» της απάντησε θιγμένη η Λούση.
Εντωμεταξύ, πάνω στη μικρή αυτή κουβέντα αποπροσανατολίστηκα και δεν κατάλαβα πως βρεθήκαμε σε ένα υγρό και σκοτεινό πάρκινγκ.
«Εδώ θα είμαστε ασφαλείς για λίγο. Για μια – δυο μέρες δεν πρέπει να το κουνήσουμε από δω!» είπε η Λούση και μου έκλεισε πονηρά το μάτι.

Θα με πήρε ο ύπνος μέσα στο αυτοκίνητο για πάρα πολλές ώρες και όταν ξύπνησα δεν ήταν καμία από τις κοπέλες δίπλα μου. Βγήκα από το αυτοκίνητο και άρχισα να φωνάζω. Καμία ανταπόκριση.
Ξαναπήγα στο αυτοκίνητο και αναζήτησα τα κλειδιά. Πουθενά.
Μην έχοντας καμία άλλη καλή ιδέα, πήρα τα πόδια μου και προσπάθησα να βρω την έξοδο του πάρκινγκ.
Έφτασα μπροστά σε μία τεράστια γκαραζόπορτα. Βρήκα έναν πυροσβεστήρα και άρχισα να την κοπανάω ώσπου μάτωσαν τα χέρια μου. Έψαξα καλύτερα για άλλη διέξοδο και μετά από ώρα συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν στο μοναδικό γκαράζ που είχε μόνο μία έξοδο και αυτή ερμητικά κλειστή. Απογοητευμένος κίνησα πάλι για το αυτοκίνητο και φτάνοντας εκεί το βλέμμα μου έπεσε σε κάτι γυαλιστερό στην μπροστινή ρόδα του συνοδηγού. Ήταν τα κλειδιά του αυτοκινήτου, αλλά όχι μόνο αυτά. Περασμένο στον κρίκο των κλειδιών ήταν η αστραφτερή πεντάλφα που κοσμούσε το μπούστο της Λούσης.

Άνοιξα το πορτμπαγκάζ και βρήκα ένα συρματόσχοινο με δύο κρίκους. Πέρασα τον έναν στο χερούλι της γκαραζόπορτας και τον άλλο στο αυτοκίνητο και γκάζωσα. Piece of cake! Η πόρτα σωριάστηκε αμέσως κι εγώ έτρεξα να συναντηθώ με την ελευθερία μου. Ήταν τόση η λαχτάρα μου για καθαρό αέρα που από τύχη δεν έπεσα πάνω στον τσιμεντένιο τοίχο. Η έξοδος ήταν χτισμένη και μάλιστα από πολλά χρόνια, αν κρίνω από τα ξεφτίσματα και τη μούχλα.

Τα χέρια μου από τον πυροσβεστήρα ήταν σε άθλια κατάσταση που δεν την είχα εκτιμήσει σωστά. Είχα κοπεί αρκετά και το αίμα άρχισε να στάζει. Με την πρώτη σταγόνα αίματος , το έδαφος που πατούσα άρχισε να μαλακώνει και να αποκτά σταδιακά μία υφή ανθρώπινου δέρματος. Το ίδιο και οι τοίχοι και οι κολόνες.
Τελικά βρισκόμουν παγιδευμένος μέσα σε ένα ζωντανό ον που είχε τη μορφή υπόγειου πάρκινγκ. Μέσα από το διάφανο ακόμα δέρμα του μπορούσα να διακρίνω τις φλέβες του να δημιουργούνται. Ήταν φανερό ότι αυτό, ότι και να ήταν, αναπτυσσόταν, ενηλικιωνόταν, και η μυρωδιά που εκλυόταν από τους πόρους του γινόταν όλο και πιο βρωμερή. Ένας ακαθόριστος ρυθμικός ήχος άρχισε να δυναμώνει και μία ζέστη, που όλο εντεινόταν, κατέκλυσε το χώρο. Άναψα τα φώτα του αυτοκινήτου για να βλέπω καλύτερα. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρω μία διέξοδο. Η Μία και η Λούση από κάπου έφυγαν, άρα το λογικό θα ήταν να υπάρχει κάτι, έστω και αν η λογική δεν είχε καμία θέση σ’ αυτόν τον χώρο.

Ανέβηκα στην οροφή του αυτοκινήτου για να έχω καλύτερη ορατότητα, αλλά το μόνο που έβλεπα ήταν φλέβες να πάλλονται σύγχρονα με τον ρυθμικό ήχο. Το ον, είχε σφυγμό, που μάλιστα επιτάχυνε. Η ζέστη και η μυρωδιά είχαν αρχίσει να γίνονται αφόρητες και με δυσκολία πλέον ανέπνεα. Μπήκα στο αυτοκίνητο και έβαλα τον κλιματισμό. Έβαλα και ένα cd να παίζει δυνατά και ξεκίνησα με το αυτοκίνητο να κάνω βόλτες – τις ίδιες και τις ίδιες – μέσα στο ζωντανό υπόγειο. Αισθανόμουν σα χάμστερ στη ροδέλα του.
“Μήπως να το πλήγωνα;” σκέφτηκα και χωρίς πολλά πολλά έστρεψα το τιμόνι και έπεσα στην πρώτη κολόνα που συνάντησα. Η σύγκρουσή μου με το έμβιο υπόγειο δεν ήταν σφοδρή, καθότι και εκείνη ακόμα τη στιγμή ο φόβος μου υπερκάλυψε τα πάντα. Βγήκα αλώβητος από το αυτοκίνητο, αλλά από την κολόνα έτρεχε αίμα. Αίμα πάρα πολύ, που ανάβλυζε ρυθμικά σύμφωνα με τον σφυγμό του. Πλατσουρίζοντας άρχισα να τρέχω και να εκλιπαρώ για βοήθεια. Φοβόμουν πολύ. Ίσως με αυτό τον τρόπο, το ίδιο το πλάσμα να με άκουγε. Δε με ενδιέφερε πια αν θα με έσωνε ή αν θα με έπνιγε στο αίμα του, φτάνει κάτι να άλλαζε.

Ένα παραλληλεπίπεδο εμπόδιο, καλυμμένο με ανθρώπινο δέρμα, διέκοψε την ξέφρενη πορεία μου μέσα στο αίμα. “Τι είναι αυτό; Πως δεν το είχα δει τόση ώρα;” και αμέσως θυμήθηκα ένα παλιοτράπεζο που ήταν παρατημένο κάπου στο πάρκινγκ. Αυτό, όπως και τα πάντα εδώ, είχαν καλυφθεί από δέρμα. Όμως, ο ήχος των σφυγμών ακουγόταν ξεκάθαρα από κει μέσα. Η καρδιά του γκαράζ χτύπαγε μέσα σ’ αυτό το ρημαγμένο τραπέζι!

Μου ήρθε στο μυαλό η Λούση με το τραπέζι της και ότι είχε διαδραματιστεί εκεί πάνω. Μία σεξουαλική πράξη που δήθεν θα άνοιγε σαν κλειδί τις πύλες για το κακό. Η επανεμφάνιση της Λούσης και το πολλαπλό φονικό που διέπραξε με τον “ασπρούλη” δε θα μπορούσε να είναι τυχαία, αλλά ακόμα κι αν ήταν δεν είχα από κάπου αλλού να πιαστώ, παρά μόνο να συνδυάσω την παρουσία αυτής της κοπέλας προ εκπομπής και μετά εκπομπής. Τα μόνα στοιχεία που έπρεπε να συνδέσω ήταν το σεξ μαζί της, το υποτιθέμενο τελετουργικό και φυσικά τη λαμπερή πεντάλφα που πολύ σημειολογικά την είχε παρέα με το κλειδί του αυτοκινήτου. Τυχαία ή όχι, δεν έμοιαζε να έχει καμία σημασία. Έπρεπε να δοκιμάσω τη σκέψη μου και ότι ήθελε προκύψει.

Ακούμπησα την πεντάλφα πάνω στο τραπέζι, αλλά το ζωντανό έπιπλο δεν αντέδρασε καθόλου: «Δεν μπορεί, κάπως έτσι πρέπει να γίνεται!» φώναξα και χτύπησα το τραπέζι.
Η αίσθηση του δέρματος πάνω στο ματωμένο μου χέρι μου έφερε στο μυαλό τα λόγια, της όχι και τόσο ανόητης τελικά – Λούσης.
«Τελικά ναι! Είναι κλειδαριά!» φώναξα πάλι και τοποθέτησα το κλειδί του αυτοκινήτου στο σημείο όπου θα βρισκόταν η γενετήσια περιοχή της Λούσης αν ήταν ξαπλωμένη πάνω στο τραπέζι, και την γυαλιστερή πεντάλφα περίπου στο ύψος όπου θα βρίσκονταν τα στήθη της. Άρχισα πλέον να ακούω ξεκάθαρα τη ροή του αίματος μέσα στις φλέβες του κτιρίου και τους παλμούς της καρδιάς μέσα στο τραπέζι σταδιακά να αυξάνονται. Τώρα μάλλον τα κατάφερα!

Αποφασισμένος να αντιμετωπίσω οτιδήποτε συμβεί, περίμενα το αποτέλεσμα της ομολογουμένως έξυπνης σκέψης μου. Πράγματι, η επιφάνεια του τραπεζιού άρχισε να φουσκώνει σαν ελληνικός καφές λίγο πριν τον κατεβάσουμε από τη φωτιά. Μεγάλες ασυντόνιστες φουσκάλες από δέρμα χοροπήδαγαν, μάλλον τυχαία, και δημιουργούσαν στιβαρά εξογκώματα που μόλις έφταναν το τελικό τους μέγεθος σταμάταγαν τον χορό τους.
Θα πέρασε λιγότερο από λεπτό της ώρας, μέχρι που είδα την μπροστινή όψη μιας γυναίκας να κείτεται ανάσκελα με τα πόδια της ανοιχτά, ενώ τα πέλματά της και το υπόλοιπο μισό της σώμα να είναι βυθισμένο μέσα στη μάζα του ολοζώντανου τραπεζιού. Έμοιαζε με γλυπτό που σιγά σιγά αποκαλυπτόταν μέσα από ένα γιγαντιαίο κομμάτι μάρμαρο. Ο γλύπτης όμως, πήρε την απόφαση να μην αποκαλύψει το κεφάλι, το οποίο πιθανόν να κρύβεται φοβισμένο μέχρι τη στιγμή που θα συμβεί κάτι για ν’ αποκαλυφθεί.

Η εικόνα με μένα και τη Λούση να κάνουμε έρωτα πάνω στο τραπέζι του παταριού με οδήγησε στην πιο παράλογη πράξη που είχα κάνει ποτέ. Βρέθηκα πάνω στο τραπέζι και ταυτόχρονα μέσα του. Προσπαθούσα να μη σκέφτομαι τι κάνω και απλά έπαιζα σα μαριονέτα τον ρόλο μου. Ήμουν το μέσο για να δοθεί επιτέλους ένα τέλος σ’ αυτή την παράσταση του παραλόγου. Άρχισα να κλαίω καθώς δεν απολάμβανα καθόλου αυτό που συνέβαινε.
Στη κορύφωσή μου επάνω άρχισα να ουρλιάζω: «Γαμωτράπεζο, γαμωτράπεζο!» και πραγματικά με έπιασαν τα γέλια με την κατάντια μου. Ο κλαυσίγελος σε όλο του το μεγαλείο.
Πετάχτηκα στην κυριολεξία πάνω από το ανίερο αυτό πλάσμα και ένιωθα τόσο βρώμικος, που μόνο ο θάνατος θα με εξάγνιζε. Έπρεπε εκείνη τη στιγμή να πεθάνω, αλλά η δειλία μου θα με βασάνιζε λίγο ακόμα.

Η καρδιά μου χτύπαγε τόσο δυνατά που θα έσκαγε. Και έσκασε! Όχι όμως η δική μου, αλλά του υπόγειου πάρκινγκ. Και κομματιασμένες σάρκες εκσφενδονίστηκαν στον αέρα σφαλιαρίζοντάς μου το σώμα και το πρόσωπο. Και αίμα, πολύ αίμα κατέπνιξε τον χώρο και τον έκανε κατακόκκινο.

Τότε άρχισα να βλέπω πρόσωπα, απορημένα, όπως κι εγώ. Πρόσωπα που με έβλεπαν και τα έβλεπα, που με κοίταζαν μέσα στα μάτια. Όλα, να προβάλλονται πάνω στις κολόνες τού πρώην έμβιου κτιρίου. Ένα πρόσωπο ανά πλευρά και όλα άγνωστα.
«Τρεις χιλιάδες επτακόσιοι τριάντα δύο είναι, αν αναρωτιέσαι», άκουσα τη γνώριμη φωνή του Ασμοδαίου να μου λέει ήρεμα.
«Πού είσαι! Θέλω να σε δω!» φώναξα.
«Μη βιάζεσαι Γιώργο, θα γίνει κι αυτό στο τέλος»
«Τώρα είναι το τέλος» του απάντησα με μία ηρεμία αδικαιολόγητη
«Πρέπει να σου πω ότι εγώ και η παρέα μου τη διασκεδάσαμε την παράστασή σου. Ομολογώ ότι γελάσαμε πολύ προς το τέλος. Μα “γαμωτράπεζο”; » με ειρωνεύτηκε.
«Δώσε ένα τέλος σ΄ αυτή την παρωδία. Δεν ξέρω γιατί το κάνεις, αλλά τελείωνε!» του είπα με απόλυτη σιγουριά.
«Δεν ξέρω αν το τέλος που ζητάς είναι η λύση. Εξάλλου δεν υποσχέθηκα ένα δικό σου τέλος, αλλά όλων αυτών των κακομοίρηδων που είχαν την ατυχία να σε ακούσουν για πρώτη φορά. Κοίταξέ τους Γιώργο, δεν νιώθεις υπεύθυνος γι’ αυτούς;» με προκάλεσε, αλλά δεν τσίμπησα.
«Οι κοπέλες πού είναι; Δεν έχουν φταίξει σε τίποτα αυτές!» ρώτησα με αγωνία.
«Θα σου πω γι’ αυτές, αλλά πρώτα θέλω να σε ρωτήσω πού νομίζεις ότι έφταιξες εσύ;» μου αντέστρεψε το ερώτημα.
«Άκουσέ με» βγήκα στην αντεπίθεση, «Δε με νοιάζει καθόλου να μάθω που έχω φταίξει και που όχι. Ούτως ή άλλως εσύ έχεις και το πεπόνι και το μαχαίρι. Αν εσύ θεωρείς ότι κάπου έσφαλα, ρίξε την τιμωρία σου να τελειώνουμε. Δε λέω τίποτα άλλο μέχρι τότε!»
«Έχεις αρχίσει να μ’ αρέσεις ταλαίπωρο παιδί. Φυσικά όμως, και δε θα κάνω άλλη κουβέντα μαζί σου!» είπε υπεροπτικά και σοκαρισμένος αντίκρισα πρόσωπα να λιώνουν αργά και κραυγές πόνου να αντηχούν ανάμεσα στις κολόνες.
«Μείον δέκα!» μου ανακοίνωσε ο Ασμοδαίος. «Έχεις χρόνο να σκεφτείς το μεγαλύτερό σου σφάλμα. Είναι τόσοι πολλοί ακόμα!» αστειεύτηκε.

Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα τελικά το κουράγιο να το τραβήξω στα άκρα. Οι μισοί από τους ανθρώπους που έλιωσαν μπροστά στα μάτια μου ήταν νεότεροι από μένα. Κάποιοι ήταν ακόμα παιδιά. «Θα σου πω!» του είπα εντέλει και περίμενα να δείξει το ανάλογο ενδιαφέρον. Αντ’ αυτού μία δεύτερη ομάδα ανθρώπων – πολύ περισσότερων αυτή τη φορά – βρέθηκαν να τεμαχίζονται κατακόρυφα, ξεκινώντας από την κορυφή του κεφαλιού και καταλήγοντας στο πιγούνι.

Οι αισθήσεις μου είχαν οξυνθεί τόσο πολύ με αυτή την ιστορία, που σχεδόν έβλεπα τον ήχο. Διέκρινα τα ηχητικά κύματα, που παραγόντουσαν από τις κραυγές των βασανισμένων ακροατών μου, να χτυπάνε στις αιματοβαμμένες κολόνες και να επιστρέφουν σε μένα κατακόκκινα και με έναν ήχο γεμάτο από πελώρια “γιατί” και πόνο. Πολύ πόνο.
«Μείον τετρακόσιοι, αν υπολογίζω σωστά. Είναι δικοί μου οι κανόνες σ΄ αυτό το παιχνίδι, μη γελιέσαι!» μου είπε αυστηρά και συνέχισε, «θα σου αποκαλυφθώ και αυτή θα είναι η μόνη ηθική πράξη που θα κάνω απόψε. Έχουμε κι εμείς κάποιους κανόνες εκεί κάτω στην κόλαση που δυστυχώς πρέπει να τηρούμε» εξηγήθηκε και αποκαλύφθηκε.

Πάνω από χίλιοι άνθρωποι τότε άρχισαν να πεθαίνουν από ασφυξία και ο χώρος κοκκίνισε ακόμα περισσότερο από τα ζορισμένα για οξυγόνο πρόσωπα. Με ένα εντυπωσιακό εφέ, ο βαθιοί ήχοι από τ΄ αγκομαχητά τους συναντήθηκαν σε ένα σημείο καμιά δεκαριά μέτρα μπροστά μου και τότε τις είδα:

Μίση Μία και μισή Λούση, σχημάτιζαν ένα ασύμμετρο σώμα φτιαγμένο από ήχο. Η Μία, κοντά στα δύο μέτρα, άσχημη και ξερακιανή και η Λούση μεσαίου αναστήματος, μπαμπάτσικη και όμορφη, ήταν κολλημένες, μισή δεξιά και μισή αριστερά. Το τελείωμα του κεφαλιού της Λούσης, έφτανε στο ανύπαρκτο στήθος της Μίας και από κει και πάνω κενό.
«Γεια σου και από κοντά» μου μίλησαν με μία διπλή φωνή, σαν κι αυτή που παρήγαγε το λαρύγγι της Λούσης.
«Το περίμενα ότι ούτε τώρα θα παίξεις δίκαια. Κρύβεσαι πίσω απ΄ τις κοπέλες!» τον πρόσβαλα.
«Μη βιάζεσαι να βγάλεις συμπεράσματα επιπόλαιε νεαρέ! Εγώ είμαι ο Ασμοδαίος σου. Ο καθένας σας έχει τον δικό του. Νομίζεις ότι όλοι αυτοί που μόλις μας άφησαν χρόνους βλέπουν το δικό σου σόου; Όχι αγαπητέ μου. Άλλοι αυτή τη στιγμή πνίγονται μεσοπέλαγα, άλλοι κομματιάζονται σε αυτοκινητιστικά δυστυχήματα και άλλα τέτοια ωραία. Φαντασία να ‘χεις και οι επιλογές είναι πολλές. Αυτοί δεν το ξέρουν, αλλά εσύ είσαι υπεύθυνος για τον θάνατό τους. Γενικά αυτό είναι ένα πανέξυπνο σύστημα, που υπάρχει χιλιάδες χρόνια τώρα, για να ξαποστέλνουμε το περίσσευμα»
«Δηλαδή αυτά τα πρόσωπα που βλέπω τι είναι;» ρώτησα μη μπορώντας να καταλάβω.
«Κάπως πρέπει να οπτικοποιηθεί το θέμα για να νιώσεις υπεύθυνος γι΄ αυτούς. Άλλο είναι να μαθαίνεις ότι πέθαναν χίλιοι από κάποια φυσική καταστροφή και άλλο είναι να τους βλέπεις να ξεψυχούν μπροστά σου. Όσο να πεις, η εικόνα έχει άλλη δύναμη» είπε κυνικά και έβαλε τα γέλια.
«Οι κοπέλες;»
«Οι κοπέλες είναι απλώς ένα τρικ» με διαβεβαίωσε. «Ήταν κάποτε υπαρκτές και μετά τσούπ! Σταμάτησαν να είναι»
«Μα έχω ζήσει πράγματα με τη Λούση και τη Μία» απόρησα.
«Λυπάμαι που στο λέω, αλλά όλα ήταν στο μυαλό σου. Το άρρωστο από τα φάρμακα μυαλό σου!» διέκρινα σχεδόν και μία διάθεση λύπησης στα μισά πρόσωπα των δύο κοριτσιών.
«Πρέπει να θυμηθείς!» μου φώναξαν με μία φωνή.

Το ασύμμετρο πλάσμα σήκωσε τα χέρια του και τότε είδα πάλι πρόσωπα να τελειώνουν με τον φρικτότερο τρόπο. Είδα μυτερά παλούκια να ξεπροβάλουν από τα στόματα τους και ο ήχος του πόνου αφού έκανε δύο στροφές γύρω από μένα, κατέληξε με φόρα πάνω στο σώμα-κολάζ των κοριτσιών και το μεταμόρφωσε σε μένα. Τότε είδα τον εαυτό μου γυμνό, σε αναπηρικό κρεβάτι, γεμάτο αίματα και κομμάτια από σάρκα ξένων, να είναι κολλημένα πάνω στο λευκό μου δέρμα. “Ο Ασπρούλης” σκέφτηκα.
«Κάπου εδώ τελειώνει η παράσταση Γιώργο Βουνοτρυπίδη» μου ανακοίνωσε ο εαυτός μου και συνέχισε. «Τελειώνουν και οι θάνατοι και δε θα υπάρχει πλέον ήχος για να δημιουργηθώ. Όλα έχουν ένα τέλος, ακόμα και για μένα. Μόλις σωπάσουν και οι τελευταίες αντηχήσεις από τους πόνους των τελευταίων ακροατών σου, ίσως μάθεις την αλήθεια!»
Τότε χιλιάδες πρόσωπα μάτωσαν από τα μάτια και το στόμα και καπνός άρχισε να εμφανίζεται και ένιωσα τη μυρωδιά της καμένης σάρκας να με πνίγει. Ο ήχος από τις κραυγές απλώθηκε εκκωφαντικός στο αιματοβαμμένο γκαράζ και σε ελάχιστα δευτερόλεπτα όλα είχαν ασπρίσει και καθαρίσει.

Είδα τη Λούση και τη Μία ντυμένες στα άσπρα, να είναι σκυμμένες επάνω μου και να με κοιτάνε με απορία. Δεν μπορούσα να μιλήσω, ούτε να κουνηθώ. Ήμουν ανήμπορος σε ένα αναπηρικό κρεβάτι και το μόνο που άκουγα ήταν ο ήχος της καρδιάς μου. Αργός, σταθερός, αλλά αδύναμος.
Αναγνώρισα την φωνή μου να ακούγεται από ένα δημοσιογραφικό κασετοφωνάκι και να μιλάει – μάλλον – με τη Λούση και τη Μία: «Γιατί μ’ έφερες εδώ, στον Υμηττό;» με ρώτησε η Μία.
«Το σύμβολο του σκότους, σαν καλογυαλισμένο μήλο, χρησιμοποιεί το αγνό φως για να μου υποδείξει τον πειρασμό» της απάντησα γελώντας.
«Όχι, όχι! Είναι μονταρισμένο! Δεν είναι αυτή η σειρά!» φώναζα από το κρεβάτι μου, αλλά η φωνή μου δεν ακουγόταν και το κασετοφωνάκι συνέχισε να παίζει: «Έχω δει πράγματα!» μου έλεγε η Λούση τρομοκρατημένη, «Την έχω στήσει απέναντι στο καφέ πολλές φορές και σε παρακολουθώ», συνέχισε κλαίγοντας.
Μετά άκουγα την Μία να εκλιπαρεί: «Όχι τον πυροσβεστήρα Γιώργο!» και ένας υπόκωφος γδούπος ακούστηκε από το κασετοφωνάκι.

«Καμία εγκεφαλική λειτουργία», άκουσα ξαφνικά να λέει ένας γιατρός και άρχισα πάλι να φωνάζω. Άκουγα τη φωνή μου τόσο δυνατά μέσα στο κεφάλι μου, που μου ήταν αδύνατο να αντιληφθώ ότι δεν ακούγομαι.
«Και οι δύο άτυχες κοπέλες, βρέθηκαν στον Υμηττό. Τη μία την πολτοποίησε εκεί, με έναν πυροσβεστήρα και την άλλη την κομμάτιασε, με ένα κρουστικό τρυπάνι, σε ένα πατάρι στην Ακαδημίας και την μετέφερε μετά!» εξηγούσε  ο γιατρός σε δύο νοσοκόμες που κοιτούσαν πότε αυτόν και πότε εμένα, τρομοκρατημένες.

Μετά έκανε ένα βήμα προς το κρεβάτι μου και συνέχισε: «Ευτυχώς έπεσε με το αυτοκίνητο πάνω σε μία κολόνα και δεν πρόλαβε να διαφύγει. Θα πήγαινε σε κάνα κατσικοχώρι, θα χανόταν για μερικά χρόνια και μετά, κύριος, θα άνοιγε κάνα ψιλικατζίδικο, αλλά ο Θεός είχε άλλα σχέδια»
Τότε ο γιατρός με κοίταξε: «Ξέρω ότι δε μ’ ακούς, αλλά για παν ενδεχόμενο θα σου ευχηθώ να καείς στην κόλαση!»μου είπε και έσκυψε δίπλα στο κρεβάτι μου, τράβηξε την πρίζα, αλλά τα μηχανήματα συνέχισαν να λειτουργούν, όπως τότε στην εκπομπή …

About the author

Yiannis Archimandritis

Add comment

SUBSCRIBE

Loading

CONTACT