Το σημερινό πρωινό ξύπνημα είχε κάτι διαφορετικό.
Δε θα έλεγα ότι ξύπνησα έχοντας κάνει μία “διαπίστωση”, γιατί αυτή η λέξη μοιάζει παντελώς αδύναμη για να περιγράψει την αναστάτωσή μου. Θα αναδιατυπώσω, λέγοντας ότι ξύπνησα λόγω μιας σημαντικότατης “αποκάλυψης”.
Ο δρόμος για τον ψυχολόγο ήταν μακρύς και οι σκέψεις βασανιστικές. Κάθε κόκκινο φανάρι κράταγε αιώνες και κάθε ζευγαράκι πιασμένο χέρι – χέρι χειροτέρευε εκθετικά την κατάστασή μου. Μέσα σε έναν εξάωρο ύπνο, είχα πετύχει να ποτίσω τους νευροδιαβιβαστές μου από ένα μπεκ εμμονών. Λαμβάνοντας υπόψιν την πυρκαγιά που ένιωθα μέσα στο κεφάλι μου, αυτό το πρωινή κάψα θα έλιωνε κάθε εγκεφαλική μου σύναψη και στο τέλος θα κατέληγα τρελός. Στο τέλος της ζωής μου θα με πέταγαν σε έναν ομαδικό τάφο τυλιγμένο με ένα σεντόνι και δε θα υπήρχε άνθρωπος να μου πετάξει λίγο χώμα ή να πει δυο λόγια αποχαιρετισμού.
«Είμαι η Δεύτερη Επιλογή!» ανακοίνωσα στον ψυχολόγο μου, πριν καλά καλά ανοίξει την πόρτα.
Ο καλός επιστήμονας, με έπιασε από τον ώμο και με οδήγησε στο δωμάτιο των συνεδριών.
«Ποια στιγμή το διαπίστωσες αυτό;» με ρώτησε με την πάντα ήρεμη φωνή του, ενώ ταυτόχρονα ξεφύλλιζε στο σημειωματάριό του – να θυμηθεί υποθέτω – την δική μου περίπτωση.
«Να, σήμερα το πρωί που ξύπνησα, ήμουν σίγουρος. Σα να αποκαλύφθηκε ο πραγματικός μου ρόλος στη ζωή!» του απάντησα και ίδρωνα.
Ο Αριστείδης, ο ψυχολόγος μου, είναι πολύ έμπειρος σε τέτοια θέματα. Την προηγούμενη φορά είχα καταφθάσει στο γραφείο του με κρίσεις ζηλοτυπίας. Με είχε πιάσει ένα παραληρηματικό ντελίριο ότι η Σοφία γαμιόταν με τον κολλητό μου, τον Αχιλλέα. Είδε κι έπαθε να με πείσει ο Αριστείδης ότι η Σοφία δεν ήταν ποτέ γκόμενά μου και ότι ο Αχιλλέας ήταν ο νόμιμος σύζυγος της. Πάντως τα κατάφερε μια χαρά, και έκτοτε, όποτε συναντώ τη Σοφία στρίβω στο πρώτο στενό που θα βρω, μη γίνει καμιά μαλακία και εμφανιστεί από πουθενά ο Αχιλλέας και με μπαουλιάσει στο ξύλο.
«Για να δούμε, τι έχουμε Αλέξη» μου είπε καθώς κοίταζε τις σημειώσεις του. «Νιώθεις η Δεύτερη Επιλογή, αλλά σε ποιο θέμα;»
«Σε όλα Αριστείδη!» του απάντησα με βεβαιότητα. «Η δικιά μου, πρώτα απ’ όλα, λίγο έλειψε να μου το παραδεχτεί την προηγούμενη εβδομάδα. Από κει ξεκίνησε η κατρακύλα μου!».
Την Νίνα, αυτό είναι το όνομα της κοπέλας που σχετίζομαι (κανονικά αυτή τη φορά), την είχα συναντήσει πρώτη φορά σε ένα κωλόμπαρο που σύχναζα. Δούλευε εκεί, άρα η συμπεριφορά της ήταν αυτό που ο καθένας θα περίμενε από μία κονσοματρίς. Ανά δύο μέρες περίπου, που εγώ πήγαινα στο συγκεκριμένο μπαρ, το ίδιο βιολί: Η Νίνα να χαριεντίζεται πίνοντας ότι μπόμπα την κέρναγαν και μετά να χάνεται στις τουαλέτες, μία με τον έναν και μία με τον άλλον.
Την είχα συμπαθήσει την Νίνα. Ήξερα ότι για να κάνει αυτή την δουλειά, αναγκάζεται. Και γνώριζα πολύ καλά ότι αν δεν υπήρχαν άντρες σαν κι εμένα, να εξαγοράζουν την συμπάθεια και τον έρωτα, ίσως η Νίνα να μην βρισκόταν ποτέ σ’ αυτή τη θέση. Μετά από λίγο καιρό η Νίνα με πλησίασε, την κέρασα καμιά δεκαριά ποτά και πήρα κι εγώ τη σειρά μου στις τουαλέτες.
Μπορώ με βεβαιότητα να πω, ότι την “πάτησα” με την Νίνα. Στην αρχή όχι ερωτικά, αλλά σίγουρα οδήγησε την αυτοπεποίθησή μου όσο πιο χαμηλά μπορεί να φτάσει οποιοδήποτε αντικείμενο έχει την ικανότητα να ανεβαίνει και να κατεβαίνει. Για αρκετό καιρό, το μυαλό μου έκανε εικόνες με τη Νίνα γονατιστή ανάμεσα σε νταγλαράδες, να πίνει με μανία τους χυμούς τους. Τότε κατάλαβα ότι η Νίνα, εκτός από δολοφόνος της αντρικής μου αυτοπεποίθησης, παράλληλα έγινε και γεννήτορας του δυνατότερου συναισθήματος που είχα νιώσει ποτέ. Του έρωτα.
Η σχέση μας, αν εξαιρέσουμε εκείνη την δύσκολη αρχική περίοδο, ήταν απόλυτα φυσιολογική. Είχα πείσει τον εαυτό μου ότι η Νίνα είναι η γυναίκα της ζωής μου και ότι απολάμβανα τα πρωτεία στην καρδιά και στο σώμα της. Ένιωσα για πρώτη φορά στη ζωή μου ότι βρισκόμουν στο σωστό σημείο. Είχα σβήσει – με κόπο – όλες εκείνες τις εικόνες απ΄ το μυαλό μου και ζούσα τον απόλυτο έρωτα. Ήταν δε τέτοια η εμπειρία της στο σεξουαλικό κομμάτι, που στο ζύγι “ζήλια ή ευχαρίστηση”, το δεύτερο υπερτερούσε πάντοτε κατά κράτος. Και το κερασάκι στην τούρτα, ερχόταν πάντα στο τέλος, με τσιγάρο, αγκαλίτσες και γλυκόλογα που ξεστόμιζε με τεράστια άνεση: «Δεν έχω γαμηθεί ποτέ καλύτερα στη ζωή μου!».
Η σύνδεσή μου με τη Νίνα, πίστευα ότι λειτούργησε και για τους δύο θεραπευτικά. Σε μένα έλυσε τα σοβαρά θέματα αυτοεκτίμησης και ένιωθα ο βασιλιάς του σεξ, ενώ για κείνη λειτούργησε ως ένα καταπραϋντικό στη αχαλίνωτη σεξουαλικότητά της, που πήγαζε από άλυτα θέματα αυτοπροσδιορισμού και – γιατί όχι – έλλειψης αυτοεκτίμησης.
Την προηγούμενη Τρίτη, μετά από ένα σέσιον με μπόλικους οργασμούς, η Νίνα δεν μίλησε καθόλου. Περίμενα σαν τον χάνο την επιβεβαίωση, αλλά η Νίνα δεν έβγαζε άχνα.
«Έχεις κάτι αγάπη μου;» ρώτησα κάπως αδιάφορα για να μην καρφωθώ. Αν και περίμενα να μην μου απαντήσει, αυτή με αιφνιδίασε: «Έχω και παραέχω, Αλέξη!» άναψε τσιγάρο και με κοίταξε στα μάτια. Είχα μείνει αποσβολωμένος και είχα μια κωλοδιαίσθηση ότι αυτό που θα ακούσω θα ανατρέψει τον κόσμο μου.
«Ο Νώντας, ήταν και θα είναι πάντα πρώτος σε όλα!» είπε απλά. Έπαθα κοκομπλόκο! Ξαφνικά η Νίνα ανάφερε ένα αντρικό όνομα που δεν είχα ξανακούσει ποτέ και μάλιστα μετά την ιερότερη στιγμή μας. Τη στιγμή που δύο ερωτευμένα σώματα ενώνονται και η μία ψυχή περνάει μέσα στην άλλη.
Με δυσκολία κατάφερα να ψελλίσω τις επόμενες λέξεις: «Ποιος Νώντας; Τι σχέση έχει με μας; Μήπως είναι ξάδελφός σου; Δεν μου έχεις μιλήσει ποτέ για την οικογένειά σου!». Η ανάγκη μου να πιστέψω ότι ο Νώντας είναι συγγενής με έκανε να παραληρώ σαν ηλίθιος.
«Μη γελιόμαστε μωρό μου …» είπε η Νίνα και ρούφηξε μια γερή τζούρα απ’ το τσιγάρο της, «… όλοι οι άνθρωποι έχουμε στη ζωή κάποιους, που μας έχουν στιγματίσει για πάντα. Υποθέτω ότι κι εσύ έχεις την “δεν ξέρω ‘γω πως τη λένε”, που δεν φεύγει ποτέ απ’ το μυαλό σου. Που ότι και να κάνεις, στην ουσία το κάνεις μαζί της».
«Εγώ έχω εσένα! Είσαι η γυναίκα που με στιγμάτισε. Σε σένα βρήκα την πραγματική ευτυχία» είπα και ακουγόμουν σαν να την παρακαλούσα να μην αποκαλύψει οτιδήποτε άλλο γι’ αυτόν τον Νώντα. Η Νίνα, που φαινόταν καλό άτομο, κατάλαβε ότι δεν είχα το σθένος να διαχειριστώ αυτό που θα άκουγα: «Τίποτα! Ξέχνα ότι σου είπα. Μαλακία της στιγμής …» και με φίλησε γλυκά παντού και ξέχασα τα πάντα· προς στιγμήν.
Όπως ήταν αναμενόμενο, με “έτρωγε” ο φόβος και η περιέργεια για το ποιόν του Νώντα. Οι υποθέσεις έδιναν κι έπαιρναν: “Θα μπορούσε να είναι πράγματι κάποιος κοντινός συγγενής, που τον είχε ως πρότυπο” σκεφτόμουν και η ίδια η μέχρι τότε ζωή της μου έδινε μόνη της την απάντηση: “Ποιο πρότυπο; Το πρότυπο είναι καλό πράμα!”.
Η στιγμή της μεγάλης κρίσης ήρθε δύο μέρες μετά.
«Ρε συ αγάπη!», είπα δήθεν αδιάφορα. «Αυτός ο Νώντας που ανέφερες, είναι κάποιος που πρέπει να μ΄ ανησυχεί;» είπα και ξαλάφρωσα.
«Αντιθέτως μωρό μου!» μου χαμογέλασε η Νίνα και μου τσίμπησε το μάγουλο, όπως έκανε ο θειος μου ο Χαράλαμπος. «Θα πρέπει να είσαι περήφανος που όσο υπάρχει αυτός, εγώ επέλεξα να ζω μαζί σου!» απάντησε η Νίνα και έμεινα εμβρόντητος.
«Τι εννοείς αγάπη μου;» συνέχισα προσπαθώντας να κρατήσω με νύχια και με δόντια το τάχα άνετο στυλ μου.
«Εννοώ μωρούλι μου, ότι παρόλο που ο Νώντας μπήκε στη ζωή μου και τη σάρωσε, εσύ είσαι η αμέσως επόμενη επιλογή. Είσαι τόσο ίδιος και τόσο διαφορετικός απ΄ αυτόν, που η σχέση μας ήταν μονόδρομος!».
Τα λόγια της Νίνας μου ‘σκασαν στο δόξα πατρί σα σφαίρα ελεύθερου σκοπευτή.
«Δηλαδή μου λες ότι είμαι η εναλλακτική λύση;» ρώτησα κάπως ζαλισμένος από το σοκ.
«Όχι ακριβώς! Είσαι κάτι παραπάνω! Είσαι η επιλογή μου, ενώ ο Νώντας είναι ακόμα κάπου εκεί έξω!».
«Και γιατί δεν είσαι μ’ αυτόν, αφού όπως λες “σάρωσε τη ζωή σου” και ήταν και “πρώτος σε όλα”;» επανήλθα με ατράνταχτο επιχείρημα.
«Καλέ μου, ο Νώντας με οδήγησε εκεί που με βρήκες εσύ. Αν δεν ήταν αυτός να με καταντήσει ανήθικη, δε θα με είχες αγαπήσει ποτέ. Γιατί πρέπει να παραδεχτείς ότι αγάπησες μία τέτοια και το γνώριζες».
Η αλήθεια είναι ότι το γνώριζα καλά μέσα μου, αλλά δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Ήθελα να πιστέψω ότι η γνωριμία μας με την Νίνα ήρθε σε μία παροδική και δύσκολη φάση γι’ αυτήν και ότι κατά βάθος δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Ότι δεν ήταν εν γένη ανήθικη, αλλά η πουτάνα η ζωή την είχε καταντήσει έτσι. Τελικά όμως, αποδεικνύεται ότι άφησε τον Νώντα να της αποκαλύψει τον πραγματικό της εαυτό. Αυτός, ξεφλούδισε από πάνω της κάθε αναστολή και εμφάνισε το γυαλιστερό αλλά βουρκώδες “είναι” της. Όλο αυτό τεκμηριώνεται περίτρανα, καθώς η Νίνα δεν κατηγορεί τον Νώντα για την κατάντια της. Αντιθέτως, ακόμα τον θεωρεί ως την πρώτη και καλύτερη επιλογή της μέχρι σήμερα. Και εμένα; Εμένα με θεωρεί σημαντικό, αλλά όχι και τόσο. Εμένα δε μου έδωσε ποτέ τα εύσημα που της άλλαξα τη ζωή. Εμένα με όρισε ως προορισμό στη “ρότα” που χάραξε ο Νώντας γι΄ αυτήν. Εν ολίγοις, άλλος είναι ο καπετάνιος της και άλλος το λιμάνι της.
Αν με ρωτούσε κάποιος τι νόμιζα ότι ήμουν για την Νίνα μέχρι την προηγούμενη Πέμπτη, θα έλεγα απερίφραστα ότι ήμουν ο μπροστάρης στην νέα της ζωή, αλλά δυστυχώς την ανηθικότητα την βρίσκεις παντού: Στο γαμήσι, στις φιλίες, αλλά και στην κρίση. Η ανηθικότητα επηρεάζει την κρίση και σου κλείνει τα μάτια επίτηδες, για να μην μπορέσεις ποτέ να ταξινομήσεις τίποτα σωστά γύρω σου. Και η Νίνα ήταν και παραμένει ανήθικη, γιατί με ταξινόμησε στη ζωή της εύκολα. Με κατέστησε την “Δεύτερη Επιλογή” της.
«Τι λες βρε παιδάκι μου!» του ξέφυγε του Αριστείδη, αλλά σύντομα επέστρεψε στην σοβαροφανή του επιστημοσύνη. «Και τώρα πώς είσαι με τη Νίνα;»
«Κοίτα να δεις Αριστείδη. Καλά είμαστε, αλλά δεν είναι μόνο η Νίνα …» είπα με αργή και σιγανή φωνή χωρίς να τελειώσω τη φράση μου.
«Είναι κι άλλοι;» απόρησε ο Αριστείδης. Τη στιγμή εκείνη, η πυρκαγιά που ένιωθα από πριν στο κεφάλι μου, άρχισε πάλι να φουντώνει. Τα μάτια μου δάκρυσαν από την έξαψη και τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν, σε τέτοιο βαθμό, που σχεδόν βάραγα τον εαυτό μου. Δεν όριζα τίποτα πια.
«Είναι η Νίνα, η Σοφία, ο μαλάκας ο άντρας της, αλλά είναι και η μάνα μου η καριόλα, που πάντα μου έλεγε: “Καλός είσαι, αλλά ο αδελφός σου είναι καλύτερος!”. Eίσαι κι εσύ, με την ψυχολογία του κώλου που εξασκείς, που δεν είχες εντοπίσει μέχρι σήμερα το πραγματικό μου πρόβλημα!» φώναξα στον αερολόγο επιστήμονα και σηκώθηκα να φύγω.
«Κάτσε κάτω σε παρακαλώ, Αλέξη!» προσπάθησε να μου επιβληθεί ο άνευρος.
«Δεν πρόκειται να κάνω αυτό που μου λες! Mόνο ένα θα πω και μετά θα φύγω και δε θα ξανάρθω. Δεν αξίζω να είμαι η Δεύτερη Επιλογή κανενός! Αξίζω να είμαι η Πρώτη ή ακόμα και η Δέκατη Τέταρτη, αλλά όχι η Δεύτερη. Είναι η χειρότερη επιλογή! Είναι το ίδιο κοντά όσο και μακριά από την Πρώτη. Είναι τρέλα!» είπα σε πλήρη παράκρουση και χτύπησα το τραπεζάκι μπροστά μου. Ο άνευρος ψυχολόγος ξαφνικά πετάχτηκε από την πολυθρόνα του και με έπιασε απ΄ το μπράτσο: «Ηρέμησε άνθρωπέ μου και κάτσε να σου πω!». Αιφνιδιάστηκα και έκατσα – έτσι τρεμάμενος όπως ήμουν – στον καναπέ.
«Άκου Αλέξη μου. Κάποια στιγμή θα το καταλάβαινες αυτό. Είναι νόμος απ΄ αυτούς που δεν γράφτηκαν σε κανένα βιβλίο και δεν ανακοινώθηκαν σε κανένα επιστημονικό συνέδριο. Το αξιοθαύμαστο είναι, ότι αυτός ο νόμος δεν έχει επιστημονική απόδειξη, αλλά ισχύει από πάντα και για πάντα. Είναι – ας πούμε – το μεγαλύτερο αξίωμα της ανθρώπινης ψυχής».
Ο Αριστείδης ο ψυχολόγος, αυτός ο πλαδαρός διοπτροφόρος, είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε έναν παθιασμένο μεσήλικα, που με κινήσεις των χεριών του προσπαθούσε να μου εξηγήσει κάτι που δεν καταλάβαινα ακόμα.
«Τι λες ρε Αριστείδη; Τι με νοιάζουν εμένα τα αξιώματα της ανθρώπινης ψυχής; Εγώ σου λέω ότι είμαι η Δεύτερη Επιλογή!» του εξηγήθηκα, για να μη με πρήξει με φροϋδικές παπάρες.
«Ακριβώς!» απάντησε κοφτά ο Αριστείδης και συνέχισε, «Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που γεννιούνται έτσι. Γεννιούνται για να είναι η Δεύτερη Επιλογή και ευτυχώς που συμβαίνει αυτό, γιατί εκτονώνουν τα πάθη και εξισορροπούν τις ανθρώπινες ψυχές. Αν δεν υπήρχαν αυτοί θα είχαμε καταστραφεί σαν είδος. Φαντάζεσαι να είμαστε όλοι η Πρώτη Επιλογή; Θα είχε ξεκινήσει ένας πόλεμος και δεν θα τελείωνε ποτέ, μέχρι και ο τελευταίος πρώτος να πέθαινε στον αγώνα να επιβληθεί του ίδιου του τού εαυτού. Γιατί οι πρώτες επιλογές το έχουν αυτό το κουσούρι. Θέλουν να είναι η Πρώτη Επιλογή ακόμα και για τον ίδιο τους τον εαυτό»
Δεν καταλάβαινα Χριστό απ΄ αυτά που έλεγε ο Αριστείδης, αλλά βρήκα την υπομονή να ακούσω και τη συνέχεια.
«Εσύ, όπως και γω, αλλά και οι περισσότεροι συνάνθρωποί μας, είμαστε φτιαγμένοι από το υλικό της Δεύτερης Επιλογής. Είμαστε τα σωματικά και συναισθηματικά λιμάνια των απωλειών της μάχης μεταξύ των Πρώτων Επιλογών. Η Νίνα για παράδειγμα ήταν η Πρώτη Επιλογή του Νώντα και θα είναι έτσι για πάντα. Αυτό πάντα ισχύει και ανάποδα: Για τη Νίνα, ο Νώντας ήταν μονόδρομος. Όμως το ένστικτο της επιβίωσης οδηγεί τα θύματα αυτού του αιώνιου και ανηλεούς πολέμου, να βρίσκουν κάποιους σαν κι εμάς για να συνεχίσει η ζωή. Με λίγα λόγια, εμείς δε θα είμαστε ποτέ και για κανέναν η Πρώτη Επιλογή, αλλά μας επιλέγουν πάντα οι Πρώτες επιλογές».
Ξαφνικά διαφωτίστηκα. Ο Αριστείδης μου εξήγησε ότι είμαι μία κατασκευασμένη δευτεράντζα, που υπάρχει μόνο και μόνο, για να ξεκαβλώνουν “ψυχή τε και σώματι” οι πρωταγωνιστές της ζωής.
Όλες οι Νίνες, οι Σοφίες και κάποιοι τύποι σαν τον Νώντα, που καταφέρνουν να “υγραίνουν” τα ανθρώπινα πάθη και να αποθεώνουν τη σκέψη, την ωμή, την καθαρή, την ενστικτώδη. Είμαι με απλά λόγια, το “μαλακιστήρι” των πρώτων. Είμαι ο κουβάς των χυμών τους!
Σηκώθηκα και χαιρέτησα ευγενικά τον Αριστείδη. Άνοιξα την πόρτα και κατέβηκα τις σκάλες, ενώ στο μεταξύ σκεφτόμουν: “Πώς θα το κάνω; Πώς θα γίνει με τον καλύτερο και πιο αποτελεσματικό τρόπο;”
Με βρήκαν τελικά σφηνωμένο και εντελώς νεκρό, κάτω από ένα πολυτελές SUV. Σκέφτηκα έξυπνα – αν και Δεύτερη Επιλογή. Βγήκα στον δρόμο και περίμενα ποιο όχημα θα με πάρει σβάρνα, ελπίζοντας ότι θα είναι ένα αμάξι που θα ήταν η Πρώτη Επιλογή του καθένα από μας, και το πέτυχα. Το αυτοκίνητο με παρέσυρε εκατοντάδες μέτρα μακριά απ΄ το σημείο συνάντησής μας και με μετέτρεψε σε ένα μάτσο κρέατα κολλημένα σε ρόδες, μάσκες και γενικά είχα την τύχη να “εξαπλωθώ” σε κάθε σημείο της πολυτελούς μόστρας του. Ο οδηγός, σίγουρα Πρώτη Επιλογή κι αυτός, όπως και το όχημά του, βγήκε και τράβαγε τα λιγοστά μαλλιά του και μετά από λίγο τον μπουζούριασαν οι μπάτσοι. Από το συμβάν ένα είναι βέβαιο: Ο οδηγός δε θα αποτελεί πια Πρώτη Επιλογή για κανέναν, αλλά “Καθόλου Επιλογή” στην υπόλοιπη ζωή του. Έτρεχε πολύ κι αυτός ο χριστιανός!
Όσο παρατηρούσα την σύλληψη του οδηγού, οι διασώστες του ΕΚΑΒ με μάζευαν με το κουταλάκι και το σύνολο της σάρκας μου το τοποθέτησαν σε ένα φορείο. Μετά από λίγο βρέθηκα στο νεκροτομείο, όπου διαπιστώθηκε και τυπικά ο θάνατός μου.
Η κηδεία μου ήταν παρωδία. Ακόμα κι εκεί, καμία από τις Πρώτες Επιλογές δεν είχε την ευαισθησία να με κάνει να νιώσω, έστω για λίγο, κι εγώ όμοιός τους. Η Νίνα ξερνοβολούσε αδιάκοπα και ο Νώντας την κράταγε απ τη μέση. Ένας θεός ξέρει τι του είχε πει για μένα. Αυτή η εικόνα – μα την Παναγία – ακόμα με προβληματίζει. Η μάνα μου, κλαίουσα, μαζί με τον αδελφό μου, ακολουθούσαν το φέρετρο και η αθεόφοβη ακόμα και εκείνη τη στιγμή με έκανε πυρ και μανία: «Αχ Αλέξη μου, μας άφησες! Γιατί αγοράκι μου; Ευτυχώς έμεινε ο αδελφός σου να με φροντίζει τη δόλια μάνα!».
Με το πέρας της τελετής, σκοτείνιασε και άρχισε να κάνει κρύο. Επισήμως πια, βρισκόμουν στον δρόμο για τον άλλο κόσμο. Ούτε βαρκάρης, ούτε τίποτα τέτοιο σημειολογικό δεν εμφανίστηκε, όσο εγώ περίμενα παγωμένος και κακοραμμένος στο ξύλινο κουτί μου. Μόνο μαύρο.
Καιρό μετά – δεν μπορώ να εκτιμήσω πόσο – έγινε κάτι σα σεισμός και βρέθηκα ξαφνικά σε έναν τόπο φωτεινό και καταπράσινο. “Μάλλον θα είναι ο παράδεισος!” σκέφτηκα και άρχισα να περπατάω προς άγνωστη κατεύθυνση.
Βασικά η κατεύθυνση ήταν μεν άγνωστη, αλλά και η μοναδική που θα μπορούσα να ακολουθήσω. Ένα μονοπάτι υπήρχε και με οδήγησε. Περπάτησα όσο δεν είχα περπατήσει ποτέ στη ζωή μου και μου δόθηκε αρκετός χρόνος για σκέψη: “Ρε, μήπως έκανα μαλακία με την αυτοκτονία;” ρωτούσα και ξαναρωτούσα τον εαυτό μου, λες και υπήρχε καμία περίπτωση να αλλάξει κάτι. Βασανιστικό το ερώτημα, αλλά δυστυχώς η απάντηση δεν ερχόταν.
Μέρες μετά, παρατήρησα κάτι καπνούς στον ορίζοντα. Το μονοπάτι με οδηγούσε ντουγρού και έτσι επιτάχυνα το βήμα μου, προκειμένου να φτάσω εκεί. Όσο βάδιζα, τόσο διαπίστωνα ότι επρόκειτο για ένα χωρίο σαν κι αυτά της ελληνικής επαρχίας. Η επιβεβαίωση ήρθε, όταν πλησιάζοντας στο χωρίο, είδα το πρώτο σημάδι “πολιτισμού”.
Ένα κτίριο, τσάτρα πάτρα φτιαγμένο από ελενίτ, δέσποζε μέσα σε ένα χωράφι. Πάνω του ήταν προσαρμοσμένη μία τεράστια χειρόγραφη ταμπέλα που έγραφε: “SECOND CHOICE – BAR CAFE” και από κάτω με πολύ μικρότερα – πάλι χειρόγραφα γράμματα – ο συγγραφέας της πινακίδας γινόταν πιο αναλυτικός: “Κορίτσια για όλα τα γούστα σε μαθαίνουν να ΈΡΧΕΣΑΙ δεύτερος!”. Υπέθεσα, ότι εδώ στον παράδεισο όλα είναι συμβολικά. Δε φανταζόμουν ότι υπήρχε περίπτωση ο εκάστοτε νεκρός να πάει να γαμήσει στο κωλόμπαρο και ειδικά εγώ, που μετά τις αποκαλύψεις περί Δεύτερης Επιλογής και την παραδοχή της Νίνας για τον Νώντα, μου είχε φύγει κάθε διάθεση για σεξ. Άσε που και να ήθελα δεν μπορούσα, γιατί μετά την “ένωσή” μου με το αυτοκίνητο, το πιο πιθανό είναι, το πουλί μου να εκσφενδονίστηκε προς άγνωστη κατεύθυνση.
Μόλις έφτασα στο χωριό, με ανακούφιση διαπίστωσα ότι έσφυζε από ζωή. Μία επιτροπή από γυμνούς άνδρες και γυναίκες περίμενε να με υποδεχτεί: «Καλώς ήρθες Αλέξη στο “Χωριό”!» με καλωσόρισε ένας χοντρός τύπος και έσπευσε να με ασπαστεί. Καθώς έβλεπα τον γυμνό άντρα να έρχεται καταπάνω μου με διάθεση να με αγκαλιάσει και να με φιλήσει, έκανα γρήγορα βήματα πίσω προκειμένου να κερδίσω χρόνο.
«Πού βρίσκομαι και ποιοι είστε εσείς;» ρώτησα και αποθάρρυνα τον φιλόξενο χοντρούλη.
«Βρίσκεσαι στο “ΧΩΡΙΟ”! Έτσι το λένε το χωριό μας και είναι το μέρος όπου έρχονται οι Δεύτερες Επιλογές» είπε περήφανα και κοίταξε πίσω του, τον κόσμο που είχε μαζευτεί για να με υποδεχτεί.
«Και τι γίνεται εδώ;» ξαναρώτησα.
«Εδώ αγαπητέ μου Αλέξη, ερχόμαστε μετά τον θάνατό μας και μαχόμαστε να αποδείξουμε την αξία του να έρχεσαι δεύτερος. Θα είδες φαντάζομαι την πινακίδα στο μπαρ ερχόμενος».
«Ναι την παρατήρησα» είπα κάπως αδιάφορα. «Και με ποιόν τρόπο μάχεστε;» ρώτησα και περίμενα άλλη μια βλακώδη απάντηση.
«Επιθυμείς να σου απαντήσω εδώ ή θα ήθελες να εγκατασταθείς πρώτα στο σπιτικό σου; Λέμε να τα πούμε το βράδυ στο τραπέζι που έχουμε ετοιμάσει προς τιμήν σου» μου είπε χαμογελώντας ο κύριος και δεν παρέλειψε να κοιτάξει πίσω του τον κόσμο που είχε μαζευτεί.
«Επιθυμώ να τα πούμε εδώ!» του απάντησα απότομα.
«Όπως θες» είπε ο κύριος και εντόπισε με το βλέμμα του μια κοτρόνα.
Με πήρε αγκαζέ και έκατσε – έτσι γυμνός όπως ήταν – στην κρύα πέτρα, με την κωλοτρυπίδα του έκθετη σε κάθε λογής σκόνες, έντομα και ερπετά.
«Άκου προσεχτικά Αλέξη παιδί μου. Λίγο πιο πάνω, στο βουνό που βλέπεις να ορθώνεται μπροστά σου, υπάρχει η “ΠΟΛΗ” και αυτό είναι το όνομα της πόλης που καταλήγουν οι Πρώτες Επιλογές. Κάθε λίγο και λιγάκι, ορδές από δαύτους επιτίθενται στο χωριό μας και απαγάγουν μεγάλο πληθυσμό από μας. Δεν μας αφήνουν σε ησυχία ποτέ. Πρέπει να επαγρυπνούμε συνεχώς, γιατί οποιαδήποτε στιγμή, μπορεί να είναι στιγμή επίθεσης!» είπε ο κύριος και σήκωσε το δάχτυλό του, σαν αυθεντία που ανακοίνωνε το μεγαλύτερο συμπέρασμά της.
«Και γιατί το κάνουν αυτό;» ρώτησα και κοίταξα στο βουνό.
«Είναι απλό Αλέξη μου. Μας έχουν ανάγκη! Δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς εμάς. Αν δεν έχουν τις Δεύτερες Επιλογές να τους αγαπήσουν, να τους καταλάβουν, να τους χαϊδέψουν τα μαλλιά, δεν έρχεται ισορροπία μέσα τους ποτέ. Αν τους αφήσεις μόνους τους, σκοτώνονται μεταξύ τους από το ερωτικό πάθος που τρέφει ο ένας για τον άλλον. Είναι τόσο παθιασμένοι με την πάρτη τους που δεν μπορούν να ζήσουν ήρεμα, μήτε στη ζωή, μήτε στο θάνατο!» και ξανασήκωσε το δάχτυλο.
«Κι εμείς δεν τους έχουμε ανάγκη;» απόρησα κοιτάζοντας το πλήθος που παρακολουθούσε τη συζήτηση.
«Κοίτα γύρω σου! Βλέπεις την ησυχία που επικρατεί και την ηρεμία στα μάτια τους; Πιστεύεις ότι τους έχουμε ανάγκη;» μου έκλεισε το μάτι ο κύριος.
«Έτσι όπως τα λες, δίκιο έχεις. Όμως, λίγο πριν χαιρετήσω των μάταιο κείνο κόσμο, μετά λύπης μου διαπίστωσα ότι ο ένας έχει ανάγκη τον άλλον. Αυτοί εμάς και εμείς αυτούς» του επισήμανα διστακτικά.
«Κοίτα να δεις», αμφιταλαντεύτηκε ο κυριούλης, «Κάπως έτσι είναι, όπως τα λες κι εσύ, με τη διαφορά, ότι εμείς απλά τους έχουμε λιγότερη ανάγκη τελικά».
Μου τα άλλαζε ο τσίτσιδος χοντρός, ακριβώς τη στιγμή που με είχε πείσει για την αυτονομία των Δεύτερων Επιλογών. «Τώρα μου λες ότι τελικά τους έχουμε ανάγκη, αλλά λίγο;» έβαλα τις φωνές.
Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε μία γυναικεία φωνή μέσα από το πλήθος: «Αλέξη μην ταράζεσαι! Στη ζωή – και στον θάνατο – δεν είναι όλα ή άσπρο ή μαύρο. Τους έχουμε κι εμείς ανάγκη, αλλά μπορούμε να πορευτούμε και μόνοι μας. Εντάξει, δε θα παθιαστούμε, δε θα ζηλέψουμε, δε θα διεκδικήσουμε, αλλά τουλάχιστον θα αγαπηθούμε μεταξύ μας και θα συνεχίσουμε να υπάρχουμε με σκοπό την ισορροπία του κόσμου, πριν αλλά και μετά τον φυσικό μας θάνατο! Για τις Πρώτες Επιλογές υπάρχει μόνο ο έρωτας, για εμάς υπάρχει αυτό που μένει. Η αγάπη η αγνή. Αυτή που κατακτούν τα ζευγάρια μετά από είκοσι πέντε χρόνια. Η αγάπη που κλείνει ο ένας τα μάτια του άλλου.»
Η γυναίκα αυτή, που μίλαγε τόσο ωραία, με πλησίαζε. Θα ήταν γύρω στα πενήντα, με ένα ταλαιπωρημένο σώμα από τις γέννες και τα χρόνια που είχαν περάσει από πάνω της. Τα στήθη της είχαν κρεμάσει και τα μαλλιά της ήταν ατημέλητα και σχεδόν άσπρα. Όμως, ενώ στη αρχή μου φάνηκε άσχημη και αντιπαθής, όσο με πλησίαζε, τόσο ομόρφαινε και φτάνοντας πια δίπλα μου, ένιωσα ένα φως να εκλύεται από μέσα της και την μητρική της αγάπη να με κυκλώνει και να με αγαλιάζει. Η όμορφη αυτή κυρία, με τα απλά, αλλά ουσιαστικά λόγια της, πάτησε το κουμπί της συνειδητοποίησης.
“Είμαι Δεύτερη Επιλογή! Ε και;” σκέφτηκα, και αμέσως ανακοίνωσα στον χοντρούλη κύριο ότι θα ήταν τιμή μου να παραβρεθώ στο βραδινό τραπέζι.
Το τραπέζι προς τιμήν μου, θα λάμβανε χώρα στο μπαρ “SECOND CHOICE”. Οι εργαζόμενες εκεί, μόνο για την συγκεκριμένη νύχτα, δε θα “νταραβερίζονταν” με πελάτες, αλλά θα τελούσαν χρέη σερβιτόρων. Πολύ ευγενικές, καθώς ήταν, έπαιρναν τις παραγγελίες και δίχως να παραλείψουν, γέμιζαν τα τραπέζια με δεύτερης επιλογής κρασί και φαγητό.
Από τη μία μεριά της πίστας ως την άλλη, υπήρχε δεμένο ένα τεράστιο πανό που έγραφε: “Καλύτερα πρώτος στο ΧΩΡΙΟ, παρά δεύτερος στην ΠΟΛΗ!” και πάνω στα τραπέζια υπήρχαν καρτελάκια με τα ονόματα των καλεσμένων. Δηλαδή όλου του ΧΩΡΙΟΥ. Dress Code δεν υπήρχε και αυτό ήταν λογικό, διότι όλοι, για κάποιον λόγο που δεν είχα καταλάβει, περιφέρονταν ολόγυμνοι.
Η νύχτα περνούσε ευχάριστα και το φτηνό κρασί βοήθησε πάρα πολύ σ΄ αυτό. Ο κύριος Σταμάτης, ο ευτραφής κύριος που με υποδέχτηκε και πρόεδρος του ΧΩΡΙΟΥ, απ΄ ότι έμαθα, είχε έρθει στο τσακίρ κέφι: «Και τώρα τα κορίτσια μας, να αφήσουν το σερβίρισμα και να ξεκινήσουν τον χορό!» φώναξε σηκώνοντας το ποτήρι του και σε ελάχιστα δευτερόλεπτα οι σκληρά εργαζόμενες κοπέλες βρέθηκαν στην σκηνή και άρχισαν να τρίβονται μεταξύ τους. Ο κόσμος από κάτω – άνδρες και γυναίκες – αλάλαζαν από χαρά και έκαναν πονηρά σχόλια ο ένας στον άλλον. Όπως ήταν φυσικό, δεν άργησε να ξεφύγει η κατάσταση. Οι κάτοικοι του ΧΩΡΙΟΥ βρέθηκαν ξαφνικά ο ένας πάνω στον άλλο και άρχισαν να επιδίδονται σε μία άνευ προηγουμένου παρτούζα. Εγώ φυσικά δε συμμετείχα, για δύο πολύ σημαντικούς λόγους: Ο πρώτος λόγος εξέφραζε το συναίσθημά μου. Ναι, ήμουν ακόμα ερωτευμένος με την Νίνα, για να με φανταστώ με άλλη γυναίκα και ο δεύτερος και πρακτικός, ήταν ότι τη στιγμή της αυτοχειρίας μου, έχασα το πουλί μου. Ήμουν άτυχος άνθρωπος γενικά. Στη ζωή μου το χρησιμοποίησα ελάχιστα και στον θάνατό μου, που όπως φαίνεται θα μπορούσα να βγάλω τα σπασμένα, δεν το έχω καν. Πάντως απ’ ότι βλέπω κι εδώ, το χωρίο αυτό είναι η χαρά του μικροτσούτσουνου. Κάποιοι απ’ αυτούς είτε έχουν, είτε δεν έχουν είναι το ίδιο πράγμα. Δεύτερες Επιλογές, θα μου πεις!
Κατά τη διάρκεια του οργίου και μόλις συνειδητοποίησα τι ακριβώς συμβαίνει, τα μάτια μου δεν ξεκόλλαγαν από την πενηντάχρονη ταλαιπωρημένη κυρία που με τα λόγια της με έπεισε να μείνω. Η μεσήλικη “βούταγε” σαν επαγγελματίας με μανία σε όλα τα “παρεάκια” και έφευγε κερδισμένη τουλάχιστον μία πενταετία κάθε φορά. Δεν άργησε πολύ να μεταμορφωθεί σε μία εκπάγλου καλλονής νεαρή, που δυστυχώς μου θύμισε την Νίνα και ως προς την συμπεριφορά, αλλά και ως προς την εμφάνιση. Αίφνης κατάλαβα ότι αυτή η σύμπτωση δεν είναι τυχαία. Η διαίσθησή μου μού έλεγε ότι απόψε θα καταρριφθεί ή θα αποδειχτεί διά παντός το “αξίωμα” περί Πρώτων και Δεύτερων Επιλογών.
Η πρώην πενηντάχρονη με πλησίασε: «Σήμερα θα γίνει Αλέξη!» μου ανακοίνωσε με μία μειλίχια φωνή. «Δεν είναι τυχαίος ο ερχομός σου σήμερα. Ήταν γραμμένο …»
«Πού ήταν γραμμένο, τι εννοείς;» την ρώτησα με αγωνία, καθώς τα λόγια της επιβεβαίωναν την διαίσθησή μου.
«Ήταν γραμμένο στη συνείδηση κάθε Δεύτερης Επιλογής, από τις αρχές των χρόνων. Κάθε ένας από μας ήξερε βαθιά μέσα του ότι θα έρθει η ώρα της λύτρωσης. Κάθε ταλαιπωρημένη Δεύτερη Επιλογή σε περιμένει να μας σώσεις διά παντός από τους βιαστές των ψυχών μας!»
Πριν προλάβω να υποβάλλω τα άπειρα ερωτήματα που γεννήθηκαν στο κεφάλι μου, διαπίστωσα ότι όλοι οι παραβρισκόμενοι είχαν διακόψει τον ομαδικό συνουσιασμό και με κοίταζαν προσεχτικά. Όλοι τους είχαν γίνει νέοι και ρωμαλέοι.
«Αυτό που θα γίνει απόψε Αλέξη, συμβαίνει κάθε χίλια χρόνια» μου απηύθυνε τον λόγο ο κύριος Σταμάτης. « Την προηγούμενη φορά δεν είχαμε δει καλά τα σημάδια και χάσαμε κατά κράτος. Σήμερα όμως είναι η μέρα. Το λένε και οι γραφές!» και έκανε την γνωστή του κίνηση με το δάχτυλο, ενώ ήταν βέβαιο ότι θα κοιτάξει και τον κόσμο πίσω του. Και το έκανε πράγματι.
«Ρε, τι λέτε; Ποιες γραφές μου τσαμπουνάτε πεθαμένοι άνθρωποι;» φώναξα και έκανα να φύγω.
Η πρώην πενηντάρα με έπιασε απ’ το χέρι, και σαν ηλεκτρικό ρεύμα, διαπέρασε το σώμα μου μια ηρεμία, όπως ακριβώς είχε συμβεί και με τα λόγια της το πρωί: «Κάτσε αγαπημένε μου μαζί μας. Εγώ κι εσύ είμαστε ταγμένοι στη σωτηρία μας», είπε και με προσκύνησε. Μαζί με την πρώην πενηντάρα, όλοι οι χωρικοί έπεσαν στα γόνατα και άρχισαν να με προσκυνάνε με ευλάβεια. Λίγο μετά ο κύριος Σταμάτης σηκώθηκε δειλά με πλησίασε και ξεκίνησε να μου απαγγείλει κάτι αρλούμπες:
«Την έβδομη μέρα του δέκατου,
χωρίς να φέρει τα “δικά του”,
θα έρθει ο Δεύτερος ο ζωντανός,
που νομίζει ότι είναι πια νεκρός.
Και θυμωμένος, όπως θα ναι με τους “πάνω”,
θα δώσει μάχη με την ΠΟΛΗ και τους “κάτω”,
για να γενεί η λύτρωση σκοπός,
για να μην είναι πια ο Δεύτερος νεκρός
και της ζωής του ο τροχός …»
«Τί είναι αυτές οι αηδίες που μου λες;» φώναξα εν εξάλλω καταστάσει.
«Είναι η προφητεία, που μιλάει για σένα Αλέξη! Είναι η προφητεία της κοτρόνας!» μου απάντησε προσβεβλημένος.
«Ποιας κοτρόνας;» απόρησα.
«Κάθε φορά που έρχεται κάποιος τσεκάρουμε αν είναι ο μεσσίας, με το κόλπο της κοτρόνας» μου απάντησε ήρεμα. «Κάνω πως ψάχνω μία πέτρα για να αναπαυθώ, αλλά είναι πάντα η ίδια πέτρα. Είναι η ιερή κοτρόνα που πάνω της γράφεται η προφητεία, η οποία μόνο με σένα ενεργοποιήθηκε, όταν έκατσα επάνω της» με αποστόμωσε και συνέχισε: «Με το που έκατσα επάνω της, ένιωσα στα γυμνά μου οπίσθια, κάποιου είδους κίνηση να με γαργαλάει. Το έπαιξα ψύχραιμος και μετά επέστρεψα φουριόζος να δω τι είχε συμβεί, και ιδού!» και άρχισε να μου απαγγέλλει ξανά την εμετική προφητεία.
Όλα ήταν παράλογα στον άλλο κόσμο. Αντιλήφθηκα ξαφνικά, ότι εγώ, ο άψωλος λούζερ της ζωής, είμαι κάποιου είδους μεσσίας, που επαλήθευσε μία προφητεία του κώλου. Τελικά η απάντηση στο ερώτημα που με βασάνιζε κατά τη διαδρομή μου, ήρθε και μάλιστα ήταν απογοητευτική: “Έκανα μαλακία με την αυτοκτονία!”
Την βασανιστική μου σκέψη ήρθε να διακόψει η τσιριχτή φωνή μίας κοπέλας που μπήκε τρέχοντας στο μαγαζί: «Έρχονται! Έρχονται και είναι πολλοί!»
Οι ρωμαλέοι κάτοικοι του ΧΩΡΙΟΥ, με θάρρος και αυταπάρνηση, άρχισαν να τρέχουν προς την έξοδο.
Εγώ βγήκα τελευταίος και παρατάχθηκα μαζί με τους άλλους, στον δρόμο μπροστά από το “SECOND CHOICE”.
Το βλέμμα όλων ήταν στραμμένο προς το βουνό και επικρατούσε νεκρική σιγή. Δε θα πέρασαν δέκα λεπτά και τους είδαμε!
Το βουνό ξαφνικά έλαμψε από τα φώτα των αυτοκινήτων των κάτοικων της ΠΟΛΗΣ.
«Με έναν πρόχειρο υπολογισμό, μιλάμε για χιλιάδες από δαύτους» μου είπε ψύχραιμα ο κύριος Σταμάτης. «Δεν πρέπει όμως να λιποψυχήσουμε. Απόψε είναι η νύχτα που θα έρθουν τα πάνω κάτω. Εξάλλου έχουμε κι εσένα!» με κοίταξε και μου έπιασε τον ώμο.
Οι Πρώτες Επιλογές, λίγα λεπτά μετά ήταν παραταγμένοι απέναντί μας, με τα ακριβά τους αυτοκίνητα. Εμείς πεζοί κι αυτοί με “ιππικό”. Δεν υπήρχε καμία ελπίδα, ότι και αν πίστευε ο κύριος Σταμάτης.
«Αλέξη, πιάσε μου το χέρι. Ότι κι αν γίνει εμείς θα είμαστε μαζί στον θάνατο μετά τον θάνατο» μου είπε γλυκά η πρώην πενηντάχρονη και μου έπιασε το χέρι. Κι όμως, ακόμα και αν είμαι σίγουρος πως δεν είναι η Νίνα, είναι τόσο ίδιες που μπερδεύομαι.
Τα πολυτελή αυτοκίνητα των Πρώτων Επιλογών άρχισαν να μαρσάρουν και μετά από λίγο είχαν πολτοποιήσει σχεδόν όλους τους κάτοικους του ΧΩΡΙΟΥ.
«Πάλι λάθος ερμήνευσα τα σημάδια …» άκουσα τον κύριο Σταμάτη να λέει, καθώς πέρναγε από πάνω του η ρόδα ενός τζιπ και το δίχως άλλο συμφώνησα μαζί του.
Είχαμε απομείνει εγώ και η πρώην πενηντάχρονη, πιασμένοι χέρι χέρι και αντιμέτωποι με χιλιάδες Πρώτες Επιλογές.
«Απομείνατε οι δυο σας τελικά!» ακούσαμε μια αντρική φωνή και πολύ σύντομα είδαμε μπροστά μας τον Νώντα.
«Σε περίμενα κάθαρμα!» φώναξε η πενηντάχρονη και προσπάθησε να του χυμήξει, αλλά την κράτησα.
«Γνωρίζεστε;» ρώτησα με αγωνία.
«Είσαι πολύ δεύτερος τελικά!» μου απάντησε ο Νώντας. «Φυσικά και γνωριζόμαστε από πολύ παλιά. Το ευχάριστο είναι ότι κι εσείς γνωρίζεστε, αλλά δεν το γνωρίζεις!» είπε και ξέσπασε σε κάτι ενοχλητικά γέλια.
«Τι εννοεί;» ζήτησα εξηγήσεις από την πρώην πενηντάχρονη, αν και ήξερα την απάντηση, χωρίς όμως να μπορώ να την εξηγήσω.
«Αγάπη μου, είμαι η Νίνα!» και μου έσφιξε περισσότερο το χέρι.
Αν δεν ήμουν σίγουρος ότι η Νίνα είναι Πρώτη Επιλογή δε θα είχα καμία αμφιβολία ότι μου λέει την αλήθεια. Εξάλλου είναι τόσο ίδιες. Όμως η Νίνα είναι ο λόγος που βρίσκομαι στον “άλλο κόσμο” και επιπλέον την άφησα ζωντανή και νέα, όπως είναι τώρα και όχι όπως την πρωτοείδα.
«Μωρό μου, το ταξίδι σου για το ΧΩΡΙΟ κράτησε πάρα πολλά χρόνια. Πολύ περισσότερα απ’ όσο υπολόγιζες. Νόμιζες ότι κράτησε μια στιγμή, αλλά κράτησε είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια. Εντωμεταξύ εγώ μεγάλωσα και πέθανα, όπως και όλοι οι άνθρωποι του κόσμου».
Την άκουγα χωρίς να μπορώ να αρθρώσω λέξη, μα η συνέχεια ήταν πολύ πιο συγκλονιστική: «Οι Πρώτες Επιλογές κατέστρεψαν τον κόσμο με τις πράξεις τους, μέχρι τη στιγμή που δεν έμεινε κανένας, παρά μόνο αυτοί. Η συνέχεια ήταν προδιαγεγραμμένη. Φαγώθηκαν μεταξύ τους, με τα πάθη τους, με την αλαζονεία τους, αλλά κυρίως επειδή τους έλειπε αγάπη. Και τώρα να ΄μαστε πάλι εδώ, στον κόσμο των νεκρών, να προσπαθούμε πάλι να σωθούμε απ΄ αυτούς. Αλλά όπως φαίνεται μάταια …» είπε η Νίνα και ξέσπασε σε κλάματα.
«Είδες η κοπελιά πως στα εξήγησε; Ας τελειώνουμε και με σας να δούμε τι θα γίνει μετά» ειρωνεύτηκε ο Νώντας και κατευθύνθηκε προς το αμάξι του.
«Πριν τελειώσει αυτό το έργο εξήγησέ μου ένα πράγμα» ρώτησα την Νίνα. «Γιατί είσαι με μας και όχι με κείνους;»
Η Νίνα τότε, με πήρε αγκαλιά και με φίλησε: «Γιατί αγάπη μου έγινα Δεύτερη Επιλογή!» μου είπε στο αυτί.
«Μα δεν γίνεται αυτό!» της απάντησα και τραβήχτηκα μακριά της.
«Έγινε μωρό μου, όταν αποφάσισες να με αφήσεις για πάντα! Έγινε μωρό μου, αφού γέννησα το παιδί σου!»
Με την τελευταία λέξη της Νίνας, όλα τακτοποιήθηκαν στο νεκρό μυαλό μου. Ήταν ήδη έγκυος στην κηδεία μου και έτσι εξηγείται και όλη αυτή η μητρική αύρα που την περιέβαλε …
«Και τα παιδί μας;» την ρώτησα με αγωνία.
«Πρώτη επιλογή!» μου απάντησε, τη στιγμή που ο Νώντας πέρναγε με ταχύτητα από πάνω μας …
Γιάννης Αρχιμανδρίτης