Οι επιστήμονες έχουν βαλθεί να μας ξενερώσουν δίνοντας απαντήσεις που δε ζητήσαμε ποτέ.
Δε αναρωτηθήκαμε ποτέ για τις μαύρες τρύπες, μέχρι που μας μίλησαν για εσωτερική κατάρρευση ενός άστρου και συμπίεση της μάζας του στον ελάχιστο όγκο.
Εμείς που πιστεύαμε ότι είναι πύλες για άλλα σύμπαντα, φάγαμε τη φόλα μας και ησυχάσαμε.
Αυτοί οι σχιζοφρενείς; Άλλο πάλι αυτό.
Δεν είναι δύο ψυχές παραχωμένες σε ένα σώμα που πλακώνονται ποια θα επικρατήσει;
Κάτι για χημεία στον εγκέφαλο μας είπαν οι επιστήμονες για κάτι ουσίες που ρυθμίζονται με χάπια.
Πάει κι αυτό.
Και όλοι αυτοί οι “καταραμένοι ποιητές” που υμνούσαν τον έρωτα; Δεν ήταν τα παιδιά του θεού που μας τα έστειλε να μεταφέρουν το μήνυμα του άκρατου πάθους και μετά μην μπορώντας να αντέξουν ούτε οι ίδιοι το βάρος του έρωτα την έκαναν μόνοι τους με ελαφρά πηδηματάκια;
Κατάθλιψη το είπαν οι επιστήμονες και πλέον ρυθμίζεται κι αυτό.
Πάνε και οι υμνητές του έρωτα.
Και αν το καλοσκεφτείς ποιος έμεινε για να κάνει αυτή τη δουλειά;
Φουντ φορ θόουτ.
Η επιστήμη καλά κρατεί. Έχει βάλει αμέτι μουχαμέτι να μας λύσει όλα τα μυστήρια. Έχει σκοπό να μας αποποιητικοποιήσει.
Στον έρωτα όμως το φυσάει και δεν κρυώνει:
Το μεγαλύτερο πανανθρώπινο ερώτημα δε θα απαντηθεί ποτέ.
Το μεγάλο μυστήριο του έρωτα ευτυχώς θα παραμείνει άλυτο.
Πού ξεθυμαίνει ο έρωτας;
Προχωράς λοιπόν αμέριμνος στον δρόμο και τρως την κατραπακιά εκεί που δεν το περιμένεις και ερωτεύεσαι τόσο σφόδρα, που δεν αντέχεις ούτε το ίδιο σου το πετσί και αυτό σ΄ αρέσει.
Θλίβεσαι τόσο πολύ για την ευτυχία σου, που δεν σου είναι τίποτα να φουντάρεις από το Brooklin Bridge (επειδή εμείς δεν έχουμε κάτι αντίστοιχο στον Κηφισό), αλλά γουστάρεις και μόνο τη σκέψη, ότι για τον έρωτά σου αξίζει να πνίγεσαι στα κρύα νερά του East River.
Με τον έρωτά σου αλλάζεις κάθε μέρα τον κόσμο και τον κάνεις καλύτερο. Αγαπάς όλα τα ζωάκια (ακόμα και αυτούς του κακομούτσουνους κόνδορες), ανατριχιάζεις στην απουσία και τρέμεις στην παρουσία, αλλά το κυριότερο είναι που φαντάζεσαι τη ζωή σου να τελειώνει στην αγκαλιά του άλλου, αφού πρώτα έχεις κάνει καμιά ντουζίνα παιδιά και όλοι μαζί – εκεί στα στερνά – υμνείτε τον άγιο έρωτα που κράτησε για μια ζωή.
Και αφού τα ζεις όλα αυτά και έρχεται μια στιγμή που ο έρωτας εξαφανίζεται χωρίς λόγο και απροειδοποίητα, αρχίζουν να συμβαίνουν όλα τα παραπάνω:
Το σώμα σου και η ψυχή σου συρρικνώνεται και γίνεσαι μια μαραζωμένη μάζα γεμάτη από θλίψη, αλλά στην ουσία άδεια, που δεν οδηγείς κανέναν πια σε άλλα σύμπαντα.
Που οφείλεις στην ντουζίνα των παιδιών σου να είσαι λειτουργικός και υποκρίνεσαι ότι τα καταφέρνεις και ζεις αυτή τη διπλή ζωή για την υπόλοιπη ζωή σου, με τις δύο σου ψυχές να μάχονται ποια θα σωθεί από την απόλυτη κατάρρευση της ίδιας σου της ύπαρξης.
Που γράφεις για προδοσίες, για ανεκπλήρωτα, για θάνατο και είναι πια το μόνο πράγμα που σε τροφοδοτεί.
Και ανοίγεις τα βιβλία και διαβάζεις τους ψυχολόγους να σου λένε ότι βιώνεις έναν μικρό θάνατο, ότι σε πνίγει η κατάθλιψη, αλλά μη φοβάσαι, γιατί ο άγιος έρωτας θα κάνει το θαύμα του και θα μετουσιωθεί σε αγνή αγάπη.
Πούτσες! Ποτέ ο έρωτας ο σωστός δε θα γίνει αγάπη, γιατί απλά είναι άλλο.
Γιατί είναι στη φύση του να μένει ημιτελής και αιωρούμενος πάνω στην ελπίδα ότι μπορεί να ξαναγυρίσει. Γιατί ο έρωτας είναι σοκ και όχι συνήθεια, γιατί απλά η φύση του είναι στιγμιαία.
Και καμιά διακοσαριά επιστήμονες σου λένε για ουσίες του εγκεφάλου που τελικά καταλαγιάζουν, γιατί επιτεύχθηκε ο στόχος.
Κάνατε και μια ντουζίνα παιδιά! Τι άλλο θέλετε; Πώς θα τα μεγαλώσετε αν πηδιέστε όλη μέρα;
Σοφές απαντήσεις όλες αυτές και θεμιτές.
Το ερώτημα όμως παραμένει:
Όλη αυτή η ενέργεια και το πάθος που σχεδόν τα βλέπεις να αγκαλιάζουν το σώμα σου όσο είσαι ερωτευμένος που πάνε;
Σε ποιον τόπο οδεύει ο ξεθυμασμένος έρωτας;
Που ξαποσταίνει πριν σε κυριεύσει ξανά;