Καταραμένη να ‘ναι η ώρα που βρέθηκα σ’ αυτό το νησί!
Κάθε βράδυ βρίσκομαι στον κήπο, καθισμένος μπροστά σε ένα πλαστικό άσπρο τραπέζι με μισοτελειωμένα μπουκάλια μπίρας.
Με το ξεκίνημα της νύχτας, κάτι σαν κουμπί πατιέται εντός μου και ξεκινάει η δύσκολη – αλλά κυρίως αναπόφευκτη – διαδικασία της σκέψης. Όχι περί ανέμων και υδάτων ή καλοκαιρινών φιλοσοφημάτων περί της ύπαρξης του Θεού, αλλά για το βασανιστικότερο ερώτημα κάθε άντρα: “Με απατάει;”
Το ερώτημα που γεννά άπειρες σκέψεις πιράνχας, που κατασπαράζουν τις αντρικές ψυχές και στο τέλος αφήνουν κουφάρια από πρώην επιβήτορες να επιπλέουν σε ποτάμια αυτοταπείνωσης και δημόσιας ξεφτίλας.
Τα προβλήματα που έχω είναι σίγουρα σημαντικότερα από το πώς διαχειρίζεται το “αποτέτοιο” της η γυναίκα μου, όμως η ζήλια δεν με αφήνει σε ησυχία να απολαύσω τα καλά της ζωής ενός σακάτη παροπλισμένου σούπερ σταρ.
Αν είμαι τυχερός και δε με ξεχάσουν όλο το βράδυ μπροστά στο άσπρο τραπέζι, γίνομαι αποδέκτης εξαιρετικών υπηρεσιών από το πολυάριθμο υπηρετικό προσωπικό που έχω στη βίλα μου στο νησί: Κατά τις εννιά, έρχεται η πολυαγαπημένη μου Όλγα και αφού με φιλήσει τρυφερά στο μάγουλο, δίνει εντολή σε έναν μαύρο μασίστα να με πάρει στα χέρια και να με οδηγήσει στο λουτρό. Εκεί, η Τατιάνα και η Ελένη, θα με πλύνουν και θα με βάλουν προσεκτικά στο τεράστιο κρεβάτι μου, όπου θα φάω καμιά εικοσαριά σταφίδες και θα κοιμηθώ γλυκά μέχρι το ξημέρωμα.
Απόψε όμως, μάλλον δεν είναι μία από κείνες τις νύχτες, γιατί Όλγα δεν έχει εμφανιστεί ακόμα και η ώρα έχει περάσει. Πιθανολογώ ότι ούτε ο μαύρος μασίστας θα έρθει απόψε. Κρίμα.
Το πρωί, μόλις η αγαπημένη μου επιστρέψει θα με οδηγήσει στο κρεβάτι και τότε μάλλον θα κοιμηθώ σαν άνθρωπος.
Ως τότε θα ξεροσταλιάζω άνυδρος και πεινασμένος παρέα με ένα λάπτοπ λογκαρισμένο στο facebook της γυναίκας μου και με ένα τελευταίο μπουκάλι μπίρας που μου έχει απομείνει.
Η ώρα πέρασε και οι σκέψεις μου δε με οδήγησαν πουθενά. Τα ίδια και τα ίδια.
Οι συλλογισμοί μου γεννούσαν ερωτήματα τα οποία παρέμεναν αναπάντητα και όσο αυτά δεν έβρισκαν τον δρόμο τους προς την λογική, τόσο εγώ αισθανόμουν θύμα μιας τεράστιας πλεκτάνης: Η Όλγα, η μοναδική σύντροφος που μου έλαχε στη ζωή, όλα έδειχναν ότι κοιμάται κι αλλού. Η ξαφνική μας μετοίκηση στο νησί έχει σχέση με τον εραστή της; Πού ήμασταν πριν εγκατασταθούμε εδώ; Δυστυχώς δε με βοηθά η μνήμη μου για να ταξινομήσω τα γεγονότα. Για την ακρίβεια, δε θυμάμαι δράμι από τη ζωή μου πριν το νησί.
Το χειρότερο ήταν που δεν φαινόταν να υπάρχει κανένας σύνδεσμος με την αλλοτινή μου ζωή, κάτι σαν μίτος που θα συνέδεε το παρελθόν με το παρόν και θα με οδηγούσε έξω απ’ τον λαβύρινθο του θολωμένου μου μυαλού: “Και τι δε θα έδινα να βρω την άλλη άκρη του κουβαριού και όπως – όπως να έδενα έναν κόμπο και να τραβιόμουν στο φως της προσωπικής μου αποκάλυψης”.
Φαίνεται πως ο καλός Θεούλης άκουσε την τελευταία μου παράκληση και μου έδωσε ένα όνειρο:
Μία γνώριμη μουσική απ’ τα παλιά άρχισε να ακούγεται από κάπου μακριά. Οι νότες που ταξίδευαν στον αέρα, έφταναν στα αυτιά μου και η απόσταση που διήνυαν ήταν σαν ταξίδι στο χρόνο. Όμως η θεσπέσια μουσική κουβάλαγε μαζί της κάτι ενοχλητικό και παράταιρο. Κάτι άρρυθμα χτυπήματα ηχούσαν παράλληλα με το άσμα και όσο η μουσική πλησίαζε και δυνάμωνε, τόσο πιο πολύ οι ασύγχρονοι ήχοι κάλυπταν τη μελωδία και τους υπέροχους στίχους:
“The girl is mine – The doggone girl is mine – I know she’s mine – Because the doggone girl is mine”
Άκουγα το τραγούδι και καταλάβαινα το πραγματικό νόημα των στίχων, σαν ο δημιουργός να μου είχε εκμυστηρευτεί τις πιο μύχιές του σκέψεις.
“Το κορίτσι είναι δικό μου, το καταραμένο κορίτσι είναι δικό μου. Το ξέρω ότι είναι δικό μου, επειδή είναι καταραμένο!”
Αυτό καταλάβαινα από του φαινομενικά γλυκερούς στίχους και ήμουν απόλυτα βέβαιος ότι μόνο εγώ και ο δημιουργός το ξέραμε αυτό.
Πετάχτηκα στο δρόμο για να ανακαλύψω από που ακούγεται η μουσική και τότε μία άμαξα με λαμπιόνια έφτανε αργά κοντά μου. Κατάλαβα ότι οι ασύγχρονοι ήχοι ήταν οι οπλές των δύο αλόγων που έσερναν το περίεργο κάρο που είχε τη μορφή τεράστιας αναπηρικής καρέκλας. Μέσα καθόταν αγκαλιασμένο ένα ερωτευμένο ζευγάρι που φιλιόταν παθιασμένα και απολάμβανε το τραγούδι από τα ηχεία της άμαξας. Εγώ ζήλεψα και συνάμα προσβλήθηκα. Πήδηξα με μένος στον αμαξά και του προσάρμοσα ένα καδρόνι, που βρήκα πρόχειρο, ακριβώς στο δόξα πατρί και τον πέταξα κάτω από την άμαξα. Αυτός όμως δεν πτοήθηκε, κούνησε λίγο το κεφάλι του για να ξεζαλιστεί, με τράβηξε από την άμαξα και ξαφνικά βρέθηκα με τα δύο χέρια του στο λαιμό μου να παρακαλάω για τη ζωή μου. Είχα αρχίσει να χάνω τις αισθήσεις μου, όταν άκουσα την κυρία που επέβαινε στην άμαξα – αναπηρικό καρότσι – να επιπλήττει τον αμαξά για τα φονικά του ένστικτα. Ο αμαξάς απορημένος, τράβηξε τα χέρια του απ’ τον λαιμό μου και ξεστομίζοντας μερικά μπινελίκια, κατέβασε το ερωτευμένο ζευγάρι από την άμαξα και μέχρι να χαθεί μέσα στη νύχτα, έβλεπα τα λαμπιόνια της να αναβοσβήνουν στον ρυθμό του τραγουδιού.
«Γιατί το έκανες αυτό;» με ρώτησε η γυναίκα, που κάποια μου θύμιζε. Της απάντησα ότι προσβλήθηκα από την ακαλαισθησία και ότι ζήλεψα από τον έρωτά τους και τότε η γυναίκα με πλησίασε και μου έδωσε το χέρι της: «Βικτώρια Μπέκαμ» μου συστήθηκε. «Πιστεύεις ότι εγώ θα έκανα κάτι που θα ήταν ακαλαίσθητο;» είπε και κορδώθηκε για να την προσέξω καλύτερα. Η αλήθεια ήταν ότι η Βικτώρια έμοιαζε με οπτασία μέσα στα υπέροχα ρούχα της και το απαράμιλλο στιλ της. Δεν πρόλαβα να απαντήσω στη Βικτώρια και να ‘σου ο έτερος Kαππαδόκης: «Ντέιβιντ, ο νόμιμος σύζυγος της κυρίας από δω» μου συστήθηκε κι αυτός με μια λεπτή φωνούλα που καθόλου δε ταίριαζε με το παρουσιαστικό του και άρχισε να μου χαϊδεύει το κεφάλι, δήθεν στοργικά: «Καταλαβαίνω το θέμα που έχεις με την αισθητική του πράγματος. Δεν είναι και το πιο ωραίο πράγμα του κόσμου μια άμαξα με λαμπιόνια που παίζει μουσική, αλλά εσύ μίλησες για προσβολή και ζήλια. Είναι η ζήλια κάτι καλόγουστο» με ρώτησε ο Ντέιβιντ.
Η Βικτώρια πετάχτηκε και με πρόλαβε: «Όχι βέβαια!» έδωσε ένα πεταχτό φιλί στον άντρα της και συνέχισε, «Ο ζηλιάρης άνθρωπος τυφλώνεται από τον εγωισμό του και δε μπορεί να διακρίνει την διαφορετικότητα στις ανάγκες των ανθρώπων. Και όποιος δεν μπορεί να εκτιμήσει τη διαφορετικότητα, δε θα δει ποτέ κάτι όμορφο να γεννιέται, γιατί το όμορφο ξεπηδά πάντα από το νέο, που είναι διαφορετικό απ’ το παλιό» είπε η Βικτώρια, αλλά δεν κατάλαβα τίποτα.
Ο Ντέιβιντ που είδε την απορία στο πρόσωπό μου βάλθηκε να μου εξηγήσει: «Με λίγα λόγια, για να μην το πολυψάχνουμε το θέμα, ο ζηλιάρης είναι και κακόγουστος»
Δεν ήμουν σίγουρος ότι κατάλαβα κάτι, να πω την αλήθεια, αλλά δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία. Το θέμα είναι ότι αυτοί οι δύο μιλούσαν άπταιστα ελληνικά και αυτό από μόνο του ήταν πιο ακατανόητο από τις αερολογίες που ξεστόμιζαν. Αλλά έτσι είναι οι σελέμπριτις. Απρόσμενοι, αερολόγοι και ακατανόητοι.
«Ξύπνα αγάπη μου» μου είπε γλυκά η Όλγα, «Είναι ώρα να σε βάλουμε στο κρεβάτι σου. Ξέρεις… χθες δεν τα κατάφερα να γυρίσω εγκαίρως. Είχα συνάντηση» μου είπε απολογητικά. «Ξέρω, ξέρω» της απάντησα ξερά και αμέσως αυτή φώναξε τον μασίστα να με τακτοποιήσει.
Κάπως έτσι, πριν καιρό, ένα πρωί με ξύπνησε η αγάπη μου και μου εξήγησε πράγματα που δεν ήξερα. Όχι όμως όλα.
Αρκετούς μήνες πίσω…
Ξυπνάω και αντικρίζω μπροστά μου την Όλγα: «Μιχάλη! Επιτέλους!» μου λέει με μεγάλη χαρά.
Εκείνη τη στιγμή πραγματικά την κοίταξα με μεγάλη απορία, γιατί απλά δεν την είχα ξαναδεί ποτέ. Την Όλγα.
Ήταν όμορφη (αργότερα έμαθα ότι στα νιάτα της δεν ήταν τόσο) και μεγαλούτσικη. Η απορία στο βλέμμα μου μάλλον ήταν τόσο εμφανής που η Όλγα με ακούμπησε στο κεφάλι και με την τρυφερότητα μια έμπειρης μάνας, μου τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι: Πριν τρία χρόνια λέει, είχα εμπλακεί σε ένα τροχαίο όχι πολύ σοβαρό. Ωστόσο είχα καταφέρει να σπάσω και τα δύο μου πόδια. Οι πόνοι ήταν τόσο αφόρητοι που αναγκαζόμουν να πίνω ισχυρά παυσίπονα, που μου χορηγούσε μια μεγάλη ομάδα γιατρών. Εκεί λοιπόν προφανώς έγινε κάποιο λάθος και ο συνδυασμός των ισχυρών φαρμάκων με τις σταφίδες, που πάντα μου άρεσαν να τρώω πολύ, με έριξε σε κώμα τρία ολόκληρα χρόνια. Ο αγώνας των γιατρών για να με επαναφέρουν ήταν τιτάνιος, αλλά χωρίς αποτέλεσμα και τελικά κάποια στιγμή παραιτήθηκαν και εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στον Θεό.
Ο Θεός ήταν ένας τύπος πολύ καταφερτζής σε όλα, και οι κάτοικοι του νησιού είχαν αποφασίσει να τον κάνουν πρόεδρο, αφού έβρισκε λύσεις για όλα τα ζητήματα. «Ο Θεός είναι ένας καταφερτζής;» ψέλλισα.
Η Όλγα μου εξήγησε ότι αυτός τελικά με βοήθησε να συνέλθω και του χρωστάμε πολλά, αλλά δε θα ξαναπερπατήσω ποτέ. Θα ήμουν αναγκασμένος να είμαι προσαρμοσμένος σε αναπηρικό καροτσάκι για το υπόλοιπο της ζωής μου.
“Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς παρελθόν και με ανάπηρο μέλλον!” σκέφτηκα.
Η Όλγα κατάλαβε ότι όλα σκοτείνιασαν εντός μου και με ένα αφοπλιστικό χαμόγελο μου είπε ότι υπάρχουν και ευχάριστα πράγματα που έχουν γίνει και έπρεπε να τα μάθω. Κάθισε δίπλα μου στο κρεβάτι και άρχισε να μου εξιστορεί πως γνωριστήκαμε: Ήταν λέει μια πολύ γνωστή παρουσιάστρια ειδήσεων, στο μεγαλύτερο κανάλι στην Ελλάδα και η ίδια ασκούσε πολύ μεγάλη επιρροή στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας. Εγώ τη γνώρισα την εποχή της μεγάλης της δόξας και ήμουν ο μόνος άνδρας που πίστεψε ότι η μεγάλη της καριέρα οφειλόταν μόνο στη δεινότητά της σα δημοσιογράφος και όχι σε άλλους λόγους που κυρίως είχαν να κάνουν με άθλιες ροζ φήμες. Η Όλγα με ερωτεύθηκε σφόδρα και έτσι παντρευτήκαμε. Ζήσαμε αρκετά χρόνια ευτυχισμένοι μέχρι που συνέβη το ατύχημα. Τότε η Όλγα πήρε τη μεγάλη απόφαση να αποσυρθεί και με πήρε και μετακομίσαμε στο νησί. Έπρεπε να αφοσιωθεί στη φροντίδα μου και στην φροντίδα των δίδυμων που κυοφορούσε μιας και έμαθε ότι ήταν έγκυος μία μέρα αφότου είχα πέσει σε κώμα. Έτσι έκανε κάποια τηλέφωνα και έμαθε για το νησί.
Το νησί
Το νησί, όπως μου εξήγησε αργότερα η Όλγα, ήταν ένας τόπος, ας πούμε, “συνταξιοδότησης” πολύ σημαντικών ανθρώπων. Άνθρωποι απ’ όλο τον κόσμο στο τέλος της καριέρας τους έρχονται εδώ για να ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους ή του θανάτου τους ήρεμα και στρωτά. Μου εξήγησε ότι για το νησί αυτό ξέρουν όλες οι κυβερνήσεις, αν και επισήμως το διαψεύδουν. Οι κάτοικοι του νησιού μιλούν την ελληνική γλώσσα και συναλλάσσονται με τη δραχμή. «Εξάλλου όλοι καταρχήν είναι Έλληνες» μου είπε με περηφάνια. Μου επιβεβαίωσε επίσης, ότι οι φήμες που ακούγονται για την ελληνική καταγωγή όλων των σημαντικών ανθρώπων που έχουν περάσει ποτέ απ΄ αυτόν τον πλανήτη είναι πέρα για πέρα αληθινές.
Μετά απ’ αυτόν τον καταιγισμό των πληροφοριών η Όλγα έδωσε εντολή και με ανέβασαν στο κρεβάτι μου, αφού πρώτα προηγήθηκε ένα ζεστό μπάνιο και κάποιες έξτρα υπηρεσίες, από την Τατιάνα και την Ελένη. Η Όλγα έκατσε δίπλα μου σε μία κουνιστή καρέκλα και ετοιμαζόταν να μου πει τη συνέχεια. Εγώ πάλι δεν ήμουν σίγουρος ότι είμαι έτοιμος να διαχειριστώ τόσες πολλές πληροφορίες και αμήχανα έκανα αυτό που πάντα με χαλάρωνε. Άπλωσα το χέρι μου σε κάποιο από τα παραταγμένα μπολ και το γέμισα σταφίδες. Η Όλγα χαμογέλασε: «Ο Θεός μου το ‘χε πει! Η σταφίδα σε έδιωξε και η σταφίδα θα σ’ επαναφέρει!»
Ο τύπος αυτός, ονόματι Θεός, είχε συμβουλέψει την Όλγα να βάλει όλα αυτά τα μπολ γύρω από το κρεβάτι μου. Κάποια στιγμή θα ήταν τόση η επιθυμία μου να φάω σταφίδες που θα ξύπναγα από το κώμα.
Μασουλώντας λοιπόν τις σταφιδούλες μου και έχοντας πια καλύτερη διάθεση ρώτησα την Όλγα για τα παιδιά. Μου είπε ότι είναι πια τριών ετών και ότι κάθε μέρα τα έφερναν στο κρεβάτι μου και με έβλεπαν.
«Θέλεις να τα γνωρίσεις;» μου λέει ξαφνικά!
«Φυσικά!» της απάντησα.
«Ησαΐα, Saya ! Ελάτε, ο μπαμπάς επιτέλους ξύπνησε!» η Όλγα με φανερή πια την ευτυχία της φώναξε τα παιδιά.
Μερικά δευτερόλεπτα μετά τα παιδάκια ήταν μπροστά μου. «Να σου γνωρίσω τον Ησαΐα και τη Saya, τα παιδιά σου!» είπε με καμάρι η Όλγα. Πριν καλά καλά καταλάβω τι είχε γίνει τα μαυράκια είχαν σκαρφαλώσει επάνω μου και με τσίμπαγαν, γελούσαν και χοροπήδαγαν! Δεν πίστευα στα μάτια μου. Τα παιδάκια ήταν μαύρα και εγώ στο λόγο της τιμής μου είμαι πιο λευκός κι από αλμπίνο. Η δε Όλγα αν και με πολύ solarium δεν τη λες μαύρη.
«Τι συμβαίνει εδώ; Γιατί με κοροϊδεύεις;» φώναξα και ήμουν έτοιμος και να σηκωθώ παρά την αναπηρία μου.
«Τι εννοείς αγάπη μου;» μου απάντησε η Όλγα με φανερή την απορία ζωγραφισμένη στο σταφιδιασμένο πρόσωπό της.
«Εννοώ μωρή γριά, που θέλεις να μου το παίξεις τρυφερή μάνα και σύζυγος, ότι τα παιδιά αυτά δεν είναι δικά μου και ένας Θεός ξέρει ποιανού είναι!»
«Να τον φωνάξουμε τότε!» μου απάντησε προσβεβλημένη η Όλγα.
«Ποιον;» ρώτησα εγώ.
«Τον Θεό βέβαια» μου απάντησε
Σε επτά δευτερόλεπτα ο Θεός ήταν μπροστά μου! Ναι, ο Θεός ήταν πραγματικός και τον έβλεπα!
«Μα πώς τόσο γρήγορα;» τον ρώτησα.
«Τηλεμεταφορά» μου απάντησε με πραότητα. «Να ξέρεις Μιχάλη ότι εδώ στο νησί έχουμε κάποιες έξτρα υπηρεσίες για τους κατοίκους. Μόλις ακούω να με επικαλούνται εμφανίζομαι αυτομάτως και λύνω τα προβλήματα. Συνήθως κάνω πιο γρήγορα από επτά δευτερόλεπτα, αλλά ήμουν σε μία σοβαρή δουλειά με το γιο μου και καθυστέρησα. Σου ζητώ συγγνώμη!»
Κοίταζα αποσβολωμένος τον Θεό να μου μιλάει. Με κοίταξε με ενδιαφέρον: «Πες μου όμως, γιατί με φωνάξατε»
Του εξήγησα ότι έχω αμφιβολίες για την πατρότητα των παιδιών και γενικώς δεν πίστευα αν αληθεύει έστω και το παραμικρό από όσα μου είχε πει η Όλγα. «Είναι όλα αλήθεια Μιχάλη!» με βεβαίωσε ο Θεός και συνέχισε, «Ξέχασα να σου πω και το καλύτερό μου Μιχάλη!» και με κοίταξε πονηρά. «Πίστευε και μη ερεύνα!» και σκασμένος απ’ τα γέλια εξαφανίστηκε μέσω του προηγμένου αυτού συστήματος τηλεμεταφοράς που έχουν στο νησί.
Έτσι έμεινα πάλι μόνος με την Όλγα αφού ο Θεός φεύγοντας πήρε μαζί του και τα παιδιά. Εκείνη τη στιγμή θα τη θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή. Ένιωθα τόσο άδειος, τόσο απελπισμένος που ήθελα να δώσω τέλος στη ζωή μου. Για να το πετύχω όμως αυτό, θα έπρεπε να πνιγώ με σταφίδες γιατί κανένας άλλος τρόπος δεν υπήρχε. Μου ήταν αδύνατο να πάω να βρω έστω ένα μαχαίρι, αφού δεν μπορούσα καν να περπατήσω και έτσι άρχισα να κλαίω με λυγμούς για τρεις ολόκληρες μέρες (τις νύχτες κοιμόμουν λίγο).
Μετά το τριήμερο “πένθος” η Όλγα με πλησίασε. Έκατσε πάλι δίπλα μου και άρχισε να μου μιλάει. Αυτή τη φορά δεν ήταν ούτε τρυφερή, ούτε νευρική. Ήταν απόλυτη: «Άκου Μιχάλη. Ήμουν απόλυτα ειλικρινής μαζί σου. Εσύ δεν πιστεύεις λέξη και πραγματικά μπορώ να σε καταλάβω ως ένα βαθμό, αλλά μέχρι εκεί. Εγώ κατέστρεψα μία εντυπωσιακή καριέρα στην τηλεόραση μόνο και μόνο για να φροντίσω εσένα και τα δύο μας παιδιά. Δεν έχεις ιδέα πόσο υποχρεώθηκα και τι αναγκάστηκα να κάνω για να μπορέσουμε τώρα να ζούμε ευτυχισμένοι σε αυτόν τον παράδεισο». Η Όλγα ήταν τόσο ήρεμη και τόσο σίγουρη γι΄ αυτά που έλεγε που την άκουγα χωρίς να τη διακόψω. «Καταλαβαίνω τη δυσπιστία σου για τα παιδιά, αλλά κάποτε θα καταλάβεις. Ο Θεός δε μου επιτρέπει να σου δώσω μιαν απάντηση. Με τον καιρό θα λυθούν οι απορίες σου και θα απαλύνει ο πόνος που έχεις μέσα σου, απλά είναι νωρίς ακόμα»
Μετά απ’ την εξομολόγηση της Όλγας έπρεπε να βρω μία τακτική που θα με βοηθούσε να μάθω την αλήθεια, αλλά ταυτόχρονα να καταφέρω να προσαρμοστώ στην πραγματικότητα του νησιού. Δεν πίστεψα λέξη από τα λεγόμενα της Όλγας, αλλά αυτό ήταν τελικά που μου έδωσε το ενδιαφέρον και τη δύναμη για να συνεχίσω να ζω. Έτσι υποκρινόμουν ότι είχα καταπιεί αμάσητο όλο το “παραμύθι” και η ζωή μου κυλούσε ομαλά μέσα στην άνευρη καθημερινότητα του νησιού.
Συνήθισα να πίνω κυρίως μπίρες και να καταναλώνω τεράστιες ποσότητες σταφίδας. Παράλληλα άρχισα να κάνω πολύ παρέα με τον Θεό, καθώς και με άλλους πολύ ενδιαφέροντες τύπους. Έμαθα ότι στο νησί δεν κατοικούν μόνο ζωντανοί αλλά και πεθαμένοι και όλο αυτό μου φαινόταν πολύ ενδιαφέρον. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να ξεχωρίσεις τον νεκρό κάτοικο από τον πρώην επιτυχημένο και ζωντανό. Υπήρχαν δύο κατηγορίες κατοίκων: Αυτοί που πέθαναν πάνω στις μεγάλες τους δόξες και αυτοί που “συνταξιοδοτήθηκαν” αναγκαστικά λόγω της μεγάλης κατρακύλας που είχε πάρει η καριέρα τους. Κάποιοι από τους κάτοικους γνώριζαν πως ήταν η ζωή τους πριν το νησί και κάποιοι άλλοι όχι. Αυτό είχε να κάνει με την αυτογνωσία που είχε ο καθένας πριν καταλήξει τελικά εδώ. Εγώ δεν ήξερα, αλλά ίσως φταίνε και τα 3 χρόνια που ήμουν σε κώμα.
Όσο περνούσε ο καιρός δεν με ενδιέφερε πια αν τα παιδιά είναι δικά μου, αλλά το σαράκι που με έτρωγε είχε να κάνει με την Όλγα. Είχα αρχίσει να την ερωτεύομαι και πραγματικά με κατάτρωγε η ζήλια. Η Όλγα θα αναζητούσε σίγουρα χαρά στα σκέλια της κάπου αλλού, αφού εγώ λόγω της αναπηρίας μου ήμουν αγκαλίτσας. Είχα αντιληφθεί ότι η Όλγα και ο Θεός κοιταζόντουσαν με έναν περίεργο τρόπο και μόνο που σκεφτόμουν ότι αυτός ο επιδειξιομανής γέρος μπορεί να ακουμπούσε την Όλγα μου, τόσο φούντωνα μέσα μου. Όμως τα πράγματα έπρεπε να γίνουν με τη σειρά. Έπρεπε πρώτα να αποκαλύψω τον πατέρα των παιδιών της και μετά να σκοτώσω τον Θεό!
Το Facebook
Ένα μεσημέρι, ξύπνησα ξεχασμένος στην αναπηρική μου καρέκλα. Βρισκόμουν σ’ αυτή τη θέση από το προηγούμενο βράδυ και κατέληξα ότι με αυτόν τον τρόπο, η Όλγα με τιμωρούσε για την δυσπιστία που είχα επιδείξει. Την ενοχλούσε ότι εγώ έψαχνα για να ανακαλύψω την αλήθεια και πράγματι το είχα κάνει. Είχα ανακαλύψει τις τελευταίες συνομιλίες της στο Facebook, το μόνο μέσο που έχουν μερικοί κάτοικοι του νησιού να τους συνδέει με την πρότερη ζωή τους. Διατηρούσε επαφές με έναν τύπο ονόματι Michael Jackson, ο οποίος βέβαια ήταν κατάμαυρος. Είμαι βέβαιος ότι τα παιδιά της είναι δικά του, απλά περίμενα να μου το επιβεβαιώσει η ίδια. Αυτό θα γινόταν αμέσως μόλις εμφανιζόταν η γριά πόρνη, γιατί δε θα μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ως ντοκουμέντο, είχα στη διάθεσή μου την τελευταία επικοινωνία που είχαν τρία χρόνια και τρεις μήνες πριν: «Αγάπη μου, Όλγα μου, πάω για την τελευταία επέμβαση και μετά θα απελευθερωθώ από τον κακό μου εαυτό για πάντα! Σε φιλώ ο δικός σου Michael». Αυτά της έγραφε ο τρισάθλιος εραστής και πατέρας των παιδιών της.
Η στιγμή των μεγάλων αποκαλύψεων πλέον είχε φτάσει. Η Όλγα με πλησίασε με αυτό το χαμόγελο λύπησης που πολύ ευχαρίστως θα της το ξερίζωνα από το πρόσωπο:
«Μιχάλη μου εδώ είσαι; Εδώ κοιμήθηκες; Πάλι έπινες ;»
“Εδώ είμαι γιατί εδώ με παράτησες”, σκέφτηκα.
«Θα σε πάρω επάνω γιατί εδώ θα σε κάψει ο ήλιος αγάπη μου. Είσαι τόσο άσπρος που θα πάθεις σίγουρα έγκαυμα!»
Τη στιγμή που πήγε να μ’ αγκαλιάσει από δήθεν ενδιαφέρον, άρπαξα ένα άδειο μπουκάλι μπίρας και καθώς ήμουν κοντά της γραπώθηκα από το λαιμό της. Είχε έρθει η ώρα της αλήθειας και δεν υπήρχε γυρισμός:
«Πες μου ποιος είναι ο Michael Jackson αλλιώς θα σε σφάξω με το μπουκάλι!» φώναξα τρεμάμενος.
Η Όλγα με τρόμο στα μάτια της με παρακάλεσε να ηρεμήσω: «Σε παρακαλώ Μιχάλη, άφησέ με και θα στα εξηγήσω όλα!»
Η πάλαι ποτέ διάσημη παρουσιάστρια ειδήσεων, έτρεμε στην αγκαλιά μου. Όχι από πάθος , αλλά από φόβο, κάτι ήταν κι αυτό. Την άφησα και σωριάστηκα στο πλακόστρωτο κλαίγοντας απ’ τους πόνους. Με σήκωσε και με έβαλε να κάτσω στην καρέκλα: «Την αποκάλυψες την αλήθεια Μιχάλη! Είσαι ικανοποιημένος τώρα;»
Ήμουν ικανοποιημένος και την κοιτούσα στα μάτια της τα βουρκωμένα, εστεμμένος νικητής!
«Δεν ξέρω αν αυτό που αποκάλυψες για μένα σε κάνει να νιώθεις ευτυχισμένος, αλλά σίγουρα η πραγματικότητα θα σε τιμωρήσει! Δεν έπρεπε να το ψάξεις και κυρίως δεν έπρεπε να με αμφισβητήσεις. Είσαι έτοιμος να ακούσεις την αλήθεια; Πες μου!» ρώτησε με κλάματα η θρασύτατη εταίρα. «Να ξέρεις δε θα ανεχτώ κανένα ψέμα από σένα πια» της είπα.
Η Όλγα κάθισε δίπλα και άρχισε να μου εξιστορεί την δική της εκδοχή: «Ο λόγος που δε σου έλεγα τόσο καιρό την αλήθεια ήταν για να σε προστατεύσω από τον ίδιο σου τον εαυτό. Τον πραγματικό σου εαυτό δεν τον εκτίμησες ποτέ και αυτό ήταν το μεγάλο βάσανο της ζωής σου. Όσο ήμασταν παντρεμένοι πήρες την απόφαση να απαρνηθείς και να προδώσεις την ίδια σου τη φύση. Όμως εγώ το σεβάστηκα γιατί σε αγαπούσα!. ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ Ο MICHAEL JACKSON, Μιχάλη Ιακώβου!»
«Μα τι λες;» έκανα σοκαρισμένος και η Όλγα συνέχισε χωρίς σταματημό: «Πήρες την απόφαση να αλλάξεις το χρώμα σου γιατί δε σου άρεσε που ήσουν μαύρος. Ήσουν ρατσιστής με το ίδιο σου τον εαυτό! Όμως να ξέρεις είσαι μαύρος μέχρι το κόκαλο και αυτό αποδεικνύεται από τα παιδιά που έκανες. Δεν εκτίμησες ποτέ την φύση σου και γι΄ αυτό φυσικά και δε θυμάσαι ποιος ήσουνα! Παρόλο λοιπόν που σ΄ αγάπησα και σε φρόντισα δε θα μπορέσω πια να είμαι δίπλα σου γιατί απλά δε σε εκτιμώ πλέον. Μείνε λοιπόν Μιχάλη Ιακώβου ή κατά κόσμον Michael Jackson μόνος σου! Κοίτα το ωραίο σου άσπρο χρώμα στον καθρέφτη και αναρωτήσου πόσο κακό έκανες σε μένα, στα παιδιά σου, αλλά κυρίως στον ίδιο σου τον εαυτό. Σε χαιρετώ!»
Είχα καταλάβει την αθλιότητα που κουβαλούσα μέσα μου και ένιωθα φρικτά που δεν είχα καταφέρει να αυτοκτονήσω, έστω και με τις σταφίδες.
«Που θα πας τώρα Όλγα;» τη ρώτησα λυπημένος.
«Θα γυρίσω πίσω Μιχάλη. Θα προσπαθήσω να ανακτήσω όσα έχασα για χάρη σου. θα φύγω από το νησί. Θα ξεκινήσω από ένα μικρό τηλεοπτικό κανάλι και ίσως τα ξανακαταφέρω»
«Μα πως μπορείς να φύγεις από το νησί;» απόρησα.
«Βλέπεις έχω πολύ καλή σχέση με τον Θεό!»
Αυτά μου είπε η Όλγα και χάθηκε από μπροστά μου και μαζί της χάθηκαν και όλα τα συναισθήματα που θα μπορούσα να νιώσω για κάποιον άνθρωπο, εκτός από ένα: Το μίσος για τον εαυτό μου.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας ο Θεός ήρθε να με πάρει και κάναμε μία βόλτα στο νησί.
Είδαμε πολύ κόσμο. Από τον Έλβις, πολύ χοντρό πια, να πλένει το ρετρό αυτοκίνητό του, μέχρι την Μέριλυν να πηδιέται “φτιαγμένη” με κάτι γέρους στο δρόμο. Αυτό όμως που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν ένα ποίημα γραμμένο σε μια πλάκα έξω από το δημαρχείο του νησιού.
“υπάρχει κάπου ένα νησί
όπου κατοικεί το ψέμα.
Υπάρχει κάπου ένα νησί
όπου τίποτα δε βάφτηκε με αίμα
αυτό είναι το νησί όπου κατοικούν
τα κουφάρια της δόξας, ζητούν
από την μάταιη ζωή τους
να λυτρωθούν”
Ζήλια
Μετά το φευγιό της Όλγας από το νησί οι μήνες περνούσαν σα στιγμές. Είχα αρχίσει κι εγώ να προσαρμόζομαι στη βαρετή καθημερινότητα που επέβαλλε η φύση του νησιού και των κατοίκων του.
Τα πρωινά τα περνούσα με ψυχοθεραπεία για να αποδεχτώ δήθεν την αναπηρία μου, λες και υπήρχε περίπτωση να θυμάμαι τη ζωή μου πριν απ ‘αυτή. Το μεσημέρι έτρωγα ένα άθλιο φαγητό που μου ετοίμαζε μία ομάδα από υποτίθεται κορυφαίους μάγειρες, ενώ το απόγευμα ερχόταν ο Θεός, με έπαιρνε με το καροτσάκι και με βόλταρε – λες και ήμουν αξιοθέατο – στους δρόμους του νησιού.
Ο Θεός ήταν η μόνη ουσιαστική επαφή που είχα αποκτήσει στο νησί και αυτό δεν ήταν τυχαίο, αφού οι υπόλοιποι κάτοικοι ήταν πιο βαρετοί και από αγώνα σκάκι. Παρόλα αυτά τα βράδια καθόμασταν μέχρι αργά στην πλατεία του δημαρχείου και αναπολούσαμε τη ζωή μας πριν το νησί. Εγώ δε θυμόμουν τίποτα από τότε, αλλά πολλοί από τους συνδαιτυμόνες μου έλεγαν ότι ήμουν σπουδαίος τραγουδιστής και χορευτής. Επίσης ήμουν και πάρα πολύ πλούσιος, απ ΄ότι λέγανε, αλλά αυτό μάλλον δεν έχει καμία σημασία πια.
Ο Θεός λοιπόν, ήταν ο μόνος που ερχόταν ανελλιπώς κάθε απόγευμα για να με επισκεφτεί και ο μοναδικός που μπορούσα να κάνω μια συζήτηση της προκοπής. Οι κουβέντες μας βέβαια, ήταν πάντα γενικές και ποτέ δε μου απαντούσε συγκεκριμένα σε τίποτα. Τον είχα ρωτήσει αν πραγματικά το νησί αυτό υπάρχει ή είναι ένα τρικ του ίδιου για να “παίξει” με το μυαλό μου και αυτός μου απαντούσε με ερώτηση: «Εσύ τι νομίζεις Μιχάλη;»
Καταλήγαμε να μας απασχολούν αδιάφορα καλοκαιρινά φιλοσοφήματα, που δε θα μπορούσε κανείς – ούτε ο ίδιος – να δώσει απάντηση:
«Υπάρχει Θεός;» ρώτησα τον Θεό μία μέρα.
«Υπάρχει, όσο είμαι σίγουρος για την ύπαρξή μου!» απάντησε αυτός και όπως θα έκανε κάθε νοήμων άνθρωπος λήξαμε την συζήτηση εκεί.
Τα αισθήματα που έτρεφα γι’ αυτόν τον τύπο, τον Θεό, ήταν ανάμεικτα. Υπήρχαν φορές που επιζητούσα την παρουσία του και φορές που πραγματικά με έβγαζε από τα ρούχα μου. Με βοηθούσε να συμβιβαστώ με την αναπηρία μου, αλλά δε με έσωνε απ’ αυτή, παρόλο που μου έδινε φρούδες ελπίδες ότι μπορεί να το κάνει.
Είχαν περάσει καμιά δεκαριά μήνες από τότε που είχε φύγει η Όλγα και η απουσία της ολοένα και γινόταν πιο αισθητή. Η γυναίκα μου ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που ίσως να είχα ερωτευτεί σε αυτό τον κόσμο και ο μοναδικός άνθρωπος που με συνέδεε με τη ζωή μου πριν και μετά. Ήταν ο κομμένος μίτος μου, μόνο που δεν κατάφερα να δέσω τον κόμπο. Αυτός ήταν και ο λόγος που δε θα συγχωρούσα ποτέ τον εαυτό μου. Την ανάγκασα να φύγει και να με εγκαταλείψει σε αυτό το άθλιο νησί. Έπρεπε όμως να βρω ένα νόημα ζωής ή θανάτου σ’ αυτό το κωλόνησο. Η αιωνιότητα είναι πολύς καιρός και δεν περνά απλά κάνοντας βόλτες και κουβεντούλες. Τότε επανεμφανίστηκε ο παλιός μου εαυτός. Η ζήλια για τους πάντες, μου έδωσε την ευκαιρία για ένα νέο ξεκίνημα, όπως τότε προ δυστυχήματος, που ζήλεψα το λευκό χρώμα των συνανθρώπων μου και αποφάσισα να τους μοιάσω. Τώρα μου δίνεται μία τρομακτική ευκαιρία και δεν πρέπει να την αφήσω να πάει χαμένη.
Ζηλεύω τον Θεό μέχρι φθόνου, για την ερωτική σχέση που σίγουρα είχε με την γυναίκα μου, αλλά και για την ίδια του την ύπαρξη. Τα έχει όλα ο άθλιος αερολόγος. Είναι ο μεγαλύτερος σελέμπριτι όλων των εποχών! Έτσι, τον έχρισα υπεύθυνο για την τωρινή μου κατάσταση και αποφάσισα να τον εξοντώσω και να πάρω τη θέση του. Θα γινόμουν πάλι αυτό που δεν θα μπορούσα ποτέ να γίνω.
Το σχέδιό μου ήταν απλό. Θα ανάγκαζα αυτόν τον άθλιο να παραδεχτεί την αλήθεια για την σχέση του με τη γυναίκα μου, μετά θα τον σκότωνα και για φινάλε θα έβαζα ένα τέλος στην αχρείαστη ζωή μου. Το φινάλε θα ήταν υπέροχο. Θα αυτοκτονούσα και θα γύριζα στο νησί, ως νεκρός πια, αλλά έχοντας δολοφονήσει τον Θεό. Μετά αναγκαστικά θα έπαιρνα τη θέση του στους αιώνες και κανένας δε θα μπορούσε να με σκοτώσει, αφού θα ήμουν ήδη νεκρός. Όμως το πολύ απλό σχέδιό μου χώλαινε. Πώς θα κατάφερνα να αναγκάσω έναν παμπόνηρο τύπο σα το Θεό να παραδεχτεί τις μηχανορραφίες του – και κυρίως – πώς θα τον σκότωνα και μετά θα αυτοκτονούσα; Δεν ήταν οι ηθικοί ενδοιασμοί αυτοί που θα με εμπόδιζαν να το κάνω, αλλά η αδυναμία μου να κάνω την παραμικρή κίνηση. Έτσι αποφάσισα να περιμένω. Μπορεί να έπαιρνε χρόνια, αλλά ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Η ζήλια μου γι’ αυτόν θα μεγάλωνε!
Το μεγάλο φινάλε
Τα χρόνια περνούσαν στο νησί και η ζωή μου κύλαγε αδιάφορα πάνω στο αναπηρικό καροτσάκι. Τα μαύρα μου παιδάκια είχαν πια μεγαλώσει και εγώ τους είχα εμφυσήσει όλο μου το μίσος για το Θεό. Υπολόγιζα ότι αυτά τα μαυράκια θα ήταν το μέσο μου προς τη λύτρωση. Θα δανειζόμουν τα χέρια τους για να πραγματοποιήσω το μεγαλύτερο έγκλημα όλων των εποχών.
Ένα πρωί, δέχτηκα μια απροσδόκητη επίσκεψη. Η Μέριλυν, συνοδευόμενη από δύο κοστουμαρισμένους γέρους πέρασε το κατώφλι μου. Τα μαλλιά της ήταν ανάκατα, το πρόσωπό της γεμάτο μώλωπες και αυτή με δυσκολία περπατούσε. Το βλέμμα της όμως ερχόταν σε αντίθεση με την υπόλοιπη εικόνα της. Ήταν ήρεμο και λάγνο και έδινε μια αίσθηση πλήρωσης.
«Μέριλυν, τι στο διάολο;» τη ρώτησα με απορία.
«Τι εννοείς Μιχάλη;» μου απάντησε χαμογελώντας.
«Τι δουλειά έχεις εδώ και τι σου συμβαίνει;»
Η αλλοτινή ντίβα με κοίταξε με αυτό το πολλά υποσχόμενο βλέμμα της, μου χάιδεψε το μάγουλο και μου είπε: «Θα ξεκινήσω από το δεύτερο Μιχάλη. Τους βλέπεις αυτούς τους δύο άντρες; Μαζί παίζουμε τελευταία ένα παιχνίδι. Με βάζουν κάτω με γαμάνε και μετά με δέρνουν ή με δέρνουν και με γαμάνε ταυτόχρονα. Αυτοί αποφασίζουν. Μετά εγώ τους ζητάω διάφορες χάρες και αυτοί είναι υποχρεωμένοι να τις πραγματοποιήσουν. Δίκαια πράγματα!»
Είχα ακούσει πολλά για τη Μέριλυν και φυσικά την είχα δει “επί τώ έργω”, αλλά αυτό ξεπερνούσε κάθε φαντασία.
«Σήμερα τους ζήτησα να με φέρουν σε σένα» συνέχισε η δύστυχη γυναίκα.
«Μα καλά, δεν μπορούσες να έρθεις μόνη σου;» τη ρώτησα.
«Μιχάλη μου, φυσικά και θα μπορούσα να έρθω μόνη μου, αλλά έτσι είναι οι κανόνες του παιχνιδιού. Να νιώθουμε αναγκαίοι ο ένας στον άλλον»
Η Μέριλυν με δυσκολία έκατσε σε μια καρέκλα απέναντί μου, με κοίταξε πολύ ώρα στα μάτια σαν να προσπαθούσε να βρει τον τρόπο να μου πει το λόγο της επίσκεψής της: «Έχω μία πληροφορία Μιχάλη που σίγουρα θα σου φανεί χρήσιμη» είπε και έλεγξε γύρω στο χώρο να δει αν την ακούει κανείς άλλος. «Υπάρχουν φήμες ότι ο Θεός κάνει σεξ! Δεν είναι λίγοι οι κάτοικοι που έχουν ακούσει κραυγές ηδονής από το ναό!»
Το νέο αυτό έσκασε στο κεφάλι μου σαν ατομική βόμβα. Ήμουν σίγουρος εδώ και χρόνια, ότι αυτός ο τρισάθλιος τύπος κάτι έκρυβε στα υπόγεια του σπιτιού που ο ίδιος ονόμαζε “ναό”!
Η Μέριλυν πλησίασε με την καρέκλα πιο κοντά και μου είπε ψιθυριστά: «Μάλιστα, η πρώτη φορά που ακούστηκε κάτι τέτοιο από το ναό ήταν πριν πολλά χρόνια! Ήταν την επόμενη μέρα από την αποχώρηση της γυναίκας σου, της Όλγας!»
Το τελευταίο κομμάτι του παζλ μόλις μπήκε στη θέση του και επιτέλους είδα όλη την εικόνα. Η Όλγα μου δεν έφυγε ποτέ απ’ το νησί, απλά φυλακίστηκε οικειοθελώς στο σπίτι του Θεού και από κείνη τη μέρα επιδίδονται σε αχαλίνωτο σεξ γελώντας εις βάρος μου. Ό,τι μου συμβαίνει σ’ αυτή τη ζωή είναι ένα αρρωστημένο παιχνίδι του Θεού και της εταίρας του, της μητέρας των παιδιών μου!
Η Μέριλυν αποχώρησε υποβασταζόμενη από τους βασανιστές της. Μπήκε σε μία μαύρη Lincoln και… έγινε καπνός! Στην κυριολεξία! Η έκρηξη ήταν τόσο σφοδρή που ούτε θραύσματα δεν πετάχτηκαν από το αυτοκίνητο. Απλά εξαϋλώθηκε.
Μόνο ο Θεός θα μπορούσε να εκτελέσει με τέτοια επιτυχία κάτι τέτοιο.
Η κηδεία της Μέριλυν θα γινόταν σε τρεις μέρες από το τραγικό συμβάν, αφού θα ήταν η πρώτη φορά που θα γινόταν κάτι τέτοιο στο νησί. Έπρεπε να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος, ώστε να επινοηθεί εξαρχής μια τελετή με την οποία θα αποχαιρετούσαμε παντοτινά την άτυχη Μέριλυν. Ο εμπνευστής του τελετουργικού δε θα μπορούσε να είναι κανείς άλλος εκτός από τον ίδιο τον Θεό.
Η μέρα της κηδείας ήταν βροχερή και έκανε τσουχτερό κρύο. Οι κάτοικοι του νησιού είχαν μάθει ότι η τελετή θα λάμβανε μέρος στην πλατεία έξω από το δημαρχείο. Κατά το μεσημέρι η πλατεία ήταν γεμάτη από κόσμο που ήθελε να πει ένα τελευταίο αντίο στην όμορφη αυτή ηθοποιό. Στο κέντρο της πλατείας είχε στηθεί ένα βάθρο με ένα μικρόφωνο και μία μεγάλη φωτογραφία της στο πλάι.
Εγώ έφτασα στην πλατεία μετά κόπων και βασάνων γιατί ο Θεός ως κεντρικός ομιλητής δεν ευκαίρησε να έρθει να με παραλάβει. Έφτασα τελευταίος, ενώ ο Θεός ήταν ήδη πάνω στο βάθρο και μόλις ξεκινούσε τον επικήδειο:
«Αγαπητοί συμπολίτες του ιδιαίτερου αυτού τόπου. Σήμερα μαζευτήκαμε εδώ για να αποχαιρετήσουμε, για δεύτερη φορά, το υπέροχο αυτό πλάσμα, τη Μέριλυν. Στη δεύτερη αυτή κηδεία της, καλούμαστε να πούμε “έχε γεια” για πάντα. Δε θα υπάρξει πια για αυτήν άλλο νησί που θα μπορεί να τη φιλοξενήσει. Με τον δεύτερο αυτό θάνατό της η ψυχή της θα χαθεί για πάντα και από παντού. Καημένη μου Μέριλυν ήσουν άτυχη. Η μοίρα σε τοποθέτησε σε λάθος στιγμή, με λάθος ανθρώπους, στη ζωή σου πριν, αλλά και στη ζωή σου εδώ στο νησί. Ήξερες μάλλον πράγματα που σου αφαίρεσαν και τις δύο σου ζωές. Αν και τίποτα δεν ακούς εκεί που είσαι τώρα εμείς σε αποχαιρετούμε. Έχε γεια αέρινη ύπαρξη! Γίνε αέρας! Γίνε ήχος!»
Τη στιγμή εκείνη τα τσιράκια του Θεού άρχισαν να μοιράζουν στους παρευρισκόμενους κάτι μικρές φουσκωτές κούκλες με το ομοίωμα της Μέριλυν. Η κούκλα είχε ανοιχτό το στόμα και τα πόδια και στο πίσω μέρος του κεφαλιού μια βαλβίδα. Ο Θεός περίμενε υπομονετικά να μοιραστούν όλες οι κούκλες και μόλις δόθηκε και η τελευταία σήκωσε και τη δικιά του και πλησίασε στο μικρόφωνο: «Παρακαλώ πολύ να επαναλάβετε μετά από μένα. Έχε γεια αέρινη ύπαρξη! Γίνε αέρας! Γίνε ήχος!»
Όλοι επανέλαβαν με τέλειο συγχρονισμό και μόλις τελείωσαν ο Θεός τράβηξε τη βαλβίδα και την πλησίασε κοντά στο μικρόφωνο. Την ίδια στιγμή οι χιλιάδες του κόσμου έπραξαν το ανάλογο και όλη η πλατεία σείστηκε από έναν εκκωφαντικό θόρυβο σαν γιγαντιαία πορδή. Ο Θεός με θράσος προσέβαλε τη μνήμη αυτού του υπέροχου πλάσματος. Πλέον τίποτα δε θα μπορούσε να με αποτρέψει από το να τον δω νεκρό!
Κατά τη διάρκεια αυτής της παρωδίας παρατήρησα μια μαυροφορεμένη κυρία που δυστυχώς δεν μπορούσα να δω τα χαρακτηριστικά της, αφού είχε καλυμμένο το πρόσωπό της με ένα πέπλο. Μου έκανε εντύπωση αμέσως για έναν ανεξήγητο λόγο. Μου τραβούσε το βλέμμα καθ’ όλη τη διάρκεια της τελετής και χωρίς να το καταλάβω είχα οδηγήσει το καροτσάκι μου δίπλα της. Η μυρωδιά που εξέπεμπε το σώμα της ήταν μοναδική. Ήθελα να παραμείνω για πάντα δίπλα της.
Μετά το τέλος του χυδαίου αυτού τελετουργικού αποφάσισα να της μιλήσω. Μόλις πήγα να αρθρώσω την πρώτη λέξη αυτή μου γύρισε την πλάτη και φεύγοντας την άκουσα να λέει:«Αυτό που μόλις έγινε εδώ δεν είχε καθόλου στυλ!»
Η φωνή της μου φάνηκε γνώριμη πολύ, αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ που την είχα ξανακούσει.
Μετά το τέλος της κηδείας ο Θεός ήρθε και με βρήκε και πολύ ευγενικά με συνόδευσε στο σπίτι. Ήταν πολύ ευδιάθετος και έλεγε κρύα αστεία σε όλη τη διαδρομή:
«Μα καλά πώς μπορείς να μην είσαι στεναχωρημένος;» τον ρώτησα.
«Μα πώς μπορώ να είμαι στεναχωρημένος για έναν θάνατο;» μου απάντησε. «Αυτή είναι η φυσική πορεία των πραγμάτων»
«Μα εσύ την εξαΰλωσες!» του φώναξα
«Ακριβώς Μιχάλη. Είμαι ο Θεός και ότι πράττω μπορεί να χαρακτηριστεί ως η φυσική πορεία των πραγμάτων»
«Λυπάμαι. Δε μου αφήνεις περιθώρια. Θα αναγκαστώ να κάνω ότι μπορώ για να σε σταματήσω να δημιουργείς τη φυσική πορεία των πραγμάτων» τον ειρωνεύτηκα.
Ο Θεός με κοίταξε με ένα βλέμμα που με πάγωσε. Ειλικρινά μετάνιωσα πάρα πολύ που του μίλησα. Παρόλα αυτά με οδήγησε μέχρι το δωμάτιό μου και με χαιρέτησε ευγενικά. Αυτή έμελλε να είναι η τελευταία στιγμή που τον έβλεπα σ’ αυτή τη μορφή.
Το βράδυ με δυσκολία μπορούσα να κοιμηθώ. Σκεφτόμουν τι είχε συμβεί από τη μέρα που ξύπνησα από το κώμα και προσπαθούσα να καταλάβω ποιοι είναι τελικά αυτοί που καταλήγουν στο νησί. Έφαγα ένα μπολ σταφίδες και μετά από λίγη ώρα με πήρε ο ύπνος. Το όνειρο που είδα εκείνο το βράδυ δεν είχε προηγούμενο:
Βρέθηκα λέει, σε έναν κατάλευκο δωμάτιο. Δεν μπορούσα να καταλάβω εάν πετούσα ή περπατούσα, αφού ήταν τόσο πολύ το φως που με δεν διέκρινα τα όρια του χώρου. Μετά από λίγο άρχισαν να ακούγονται δυνατοί αναστεναγμοί και όσο το σώμα μου έρρεε αέρινα στο χώρο, τόσο οι αναστεναγμοί δυνάμωναν. Κάποια στιγμή άκουσα τους αναστεναγμούς σα να ήταν δίπλα μου, αλλά δεν έβλεπα τίποτα. Ήταν αναστεναγμοί ηδονής που μετατρέπονταν σε στριγγλιές πόνου και ηδονής μαζί. Ξαφνικά μέσα απ’ τον λουσμένο στο φως χώρο, άρχισαν να ξεπροβάλουν δύο φιγούρες που έκαναν έρωτα. Μπορούσα να διακρίνω μια γυναίκα στημένη στα τέσσερα και έναν άντρα από πίσω της να τη γαμάει με βία. Αμέσως διέκρινα το σουλούπι του Θεού, αλλά δεν μπορούσα να διακρίνω την γυναίκα. Το μυαλό μου πήγε στην Όλγα, αλλά αυτά τα νεανικά οπίσθια που με βία άλωνε ο Θεός, ήταν βέβαιο πως δεν ήταν δικά της. Η πράξη άρχισε να παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις όταν ο Θεός άρχισε να φτάνει σιγά σιγά στην κορύφωσή του. Άρχισε να χτυπάει τη δόλια κοπέλα με όση δύναμη είχε, ενώ παράλληλα αυτός μούγκριζε σα τέρας. Η κοπέλα ούρλιαζε από πόνο ηδονή μαζί, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω ποιο υπερίσχυε. Τότε πήρα την απόφαση να παρέμβω και φώναξα: «Σταμάτα άθλιε! Την πονάς!». Ο Θεός γύρισε απότομα και με κοίταξε με αυτό το παγερό βλέμμα που με είχε κοιτάξει και το απόγευμα. Εκεί σταμάτησε ο χρόνος και νικημένος απ’ τον φόβο απλά περίμενα την αντίδρασή του. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα ο φόβος μετατράπηκε σε αηδία όταν τόνοι σπέρματος εκτοξεύθηκαν από το μικροσκοπικό μόριο του Θεού και ο χώρος ξανάγινε κάτασπρος.
Ξύπνησα κάθιδρος και αηδιασμένος. Τι περίεργο όνειρο ήταν αυτό και τι θα μπορούσε να σημαίνει; Ίσως τα λεγόμενα της Μέριλυν για το Θεό να με είχαν επηρεάσει. Την επόμενη νύχτα το ίδιο βιολί. Με πήρε ο ύπνος πάλι με μεγάλη δυσκολία και το όνειρο ήταν παρόμοιο αλλά είχε μερικές σημαντικές διαφοροποιήσεις:
Βρέθηκα πάλι στον ίδιο κατάλευκο χώρο και το ζευγάρι πάλι ερωτοτροπούσε. Γύρω απ’ το ζευγάρι ήταν μαζεμένος κόσμος και παρακολουθούσε με μεγάλη προσήλωση. Στο κοινό μεταξύ άλλων ήταν η Όλγα, τα παιδιά μου και ο Ντέιβιντ Μπέκαμ. Η γυναίκα που ήταν στημένη στα τέσσερα μεταξύ κραυγών και στριγγλιών, προσπαθούσε να αρθρώσει κάποιες λέξεις: «Έρωτά μου και Θεέ μου ικανοποίησέ με και γίνε μικρός!». Ο Θεός είχε αλλάξει σε σχέση με το προηγούμενο όνειρο. Είχε πια το μέγεθος νάνου. Μετά από λίγο ο Θεός τελείωσε, ο κόσμος άρχισε να χειροκροτεί και στο τέλος ο χώρος ξανάγινε κάτασπρος.
Την τρίτη νύχτα περίμενα πως και πως το όνειρο:
Ξανά στον ίδιο χώρο με τη γυναίκα στα τέσσερα και ένα πλάσμα στο μέγεθος μπουκαλιού μπίρας να προσπαθεί να την ικανοποιήσει. Ο κόσμος πάλι τριγύρω να παρακολουθεί, αλλά με μειωμένο ενδιαφέρον. Ο Θεός που ήταν πια πολύ μικρός αιωρούνταν στο ύψος των οπισθίων της γυναίκας και έκανε αγώνα να τη ικανοποιήσει με ότι μέσο διέθετε. Η απελπισία και η απογοήτευση είχαν κυριαρχήσει στο πρόσωπο του άλλοτε υπερήφανου Θεού. Η γυναίκα βαριεστημένη προσφωνούσε εν είδη απαγγελίας τα λόγια που με δυσκολία ξεστόμιζε την προηγούμενη φορά: «Έρωτά μου και Θεέ μου ικανοποίησέ με και γίνε μικρός!». Εγώ έβαλα τα γέλια με αυτή την εικόνα ξεφτίλας για τον Θεό. Αισθάνθηκα μεγάλη ικανοποίηση και δικαίωση. Ο άλλοτε αγέρωχος και υπερήφανος Θεός είχε πια το μέγεθος ενός μπουκαλιού και πάσχιζε να γαμήσει για να αποδείξει τα αναπόδεικτα. Τα γέλια μου έγιναν δυνατά και τότε έγινε αισθητή η παρουσία μου. Η γυναίκα γύρισε και με κοίταξε ενοχλημένη. Ήταν η Βικτώρια Μπέκαμ!: «Δε βλέπεις ότι εδώ κάνουμε μία δουλειά;» μου είπε με θυμό. Μόλις άκουσα τη φωνή της αμέσως θυμήθηκα τη φωνή της μαυροφορεμένης γυναίκας στην κηδεία. Η γυναίκα στη κηδεία ήταν η Βικτώρια!
Ξύπνησα και πλέον είχα καταλάβει ένα πράγμα. Ο Θεός λιγόστευε μέσα από τις ανθρώπινες ανάγκες του. Όσο συνουσιαζόταν, τόσο μίκραινε. Το ένστικτο του τον αφάνιζε σιγά σιγά.
Έτσι όπως ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και σκεφτόμουν αυτά τα περίεργα όνειρα άκουσα ξαφνικά μία φωνούλα: «Ψιτ, ψιτ! Εδώ κάτω!». Κοίταξα κάτω στο πάτωμα και αντίκρισα τον Θεό να κρατάει από το χέρι τον υιό του. Το θέαμα ήταν πολύ αστείο, αφού και οι δύο είχαν το μέγεθος μπουκαλιού και χοροπηδούσαν για να φτάσουν να με δουν πάνω στο κρεβάτι.
«Κι εγώ που νόμιζα ότι ήταν όνειρο!» τους είπα.
«Είναι κάτι φορές που το όνειρο μπλέκει με την πραγματικότητα εδώ στο νησί» μου είπε ο μικρός θεούλης με την ψιλή φωνούλα του και συνέχισε, «Πρέπει να περιμένουμε και τους άλλους για να τελειώσει αυτό που ξεκίνησε»
Αμέσως εμφανίστηκαν όλοι μπροστά μου. Η Όλγα η οποία με κοίταζε με αγάπη, τα παιδιά μου που σιγά – σιγά ξάσπριζαν και φυσικά η Βικτώρια και ο Ντέιβιντ. Η όμορφη Βικτώρια έβγαλε τα κομψά γυαλιά ηλίου της και άρχισε να μιλάει: «Μαζευτήκαμε εδώ σήμερα για την τελετή λήξης μιας παλιάς εποχής και για την έναρξη μιας καινούργιας. Μίας εποχής που τα πάντα θα γίνονται με στιλ, αλλά χωρίς ουσία. Που οι προβληματισμοί μας δε θα είναι πόσα παιδιά πεθαίνουν από την πείνα ή σκοτώνονται από βόμβες, αλλά εάν ταιριάζει τελικά το ριγέ με το καρό και το λαχούρι με το άνιμαλ πριντ!»
Οι υπόλοιποι άρχισαν να χειροκροτάνε και μόνο εγώ δεν καταλάβαινα τι γινόταν.
«Η παλιά κατάσταση μας είχε οδηγήσει στην καταστροφή» συνέχισε με αποφασιστικότητα η Βικτώρια. «Έδωσα τον έρωτά μου στον προηγούμενο Θεό για να αναγεννήσω τον νέο! Τον εαυτό μου!»
Μόλις τελείωσε η Βικτώρια και μεταξύ ιαχών και χειροκροτημάτων τόλμησα να της κάνω μία ερώτηση: «Ήσουν ερωτευμένη με τον Θεό;»
Η Βικτώρια κοίταξε με οίκτο τον πλέον μικρό θεό και μου απάντησε: «Και τι νομίζεις ότι είναι ο έρωτας; Είναι η τέλεια πράξη εγωισμού. Είναι μία μάχη μεταξύ των δύο, αλλά υπάρχει μόνο ένας νικητής. Ο ερωτευμένος δίνει το δικαίωμα να τον προσβάλεις, να τον αμφισβητήσεις, να τον μικρύνεις και στο τέλος να τον εκμηδενίσεις. Μετά τον κοιτάς και αναρωτιέσαι εάν υπάρχει κάτι πάνω του που να αξίζει τη ζήλια σου και εκεί διαπιστώνεις τη ματαιότητα. Αυτή είναι η στιγμή που ο έρωτας χάνεται και εσύ στέφεσαι νικητής!»
«Με τον άντρα σου;» απόρησα.
«Με αυτόν τον τύπο δε θα μπορούσα να είμαι ερωτευμένη ποτέ, Μιχάλη. Για να σε δεχτεί ο κόσμος πρέπει να γίνεις όπως σε φαντάζεται. Εμένα με φαντάστηκαν παντρεμένη και ερωτευμένη με τον Ντέιβιντ! Αν είναι δυνατόν! Δεν τον έχουν ακούσει να μιλάει; Ο άνθρωπος είναι αδελφή καραμπινάτη!»
Όσο η Βικτώρια μιλούσε το δέρμα της σκούραινε, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της τραβιόντουσαν προς τα πίσω και η φωνή της βάραινε. Σε ελάχιστο χρόνο η όμορφη Βικτώρια είχε μεταμορφωθεί στο πιο απαίσιο πλάσμα που υπάρχει. Ο μικρός θεούλης κοιτούσε τη Βικτώρια με θαυμασμό. Τα είχε κάνει όλα πολύ καλύτερα απ’ αυτόν και σίγουρα πιο εντυπωσιακά. Τράβηξε τον υιό του από το χέρι και έτρεξε στα πόδια της Βικτώριας: «Σε παρακαλώ Βικτώρια δέξου με στη νέα κατάσταση και γω θα παραμείνω πάντα ερωτευμένος μαζί σου!» της είπε. Η Βικτώρια έβγαλε από την τσάντα της ένα ηλεκτρονικό τσιγάρο πήρε μία τζούρα και τη φύσηξε προς το μέρος του. Ο ατμός του τσιγάρου μεταστοιχειώθηκε σε πέπλο που σκέπασε τον ξεπεσμένο θεό, αλλά και τον υιό του. Με απαράμιλλη χάρη έσκυψε και τράβηξε το πέπλο. Ο Θεός και ο υιός του Θεού είχαν μεταμορφωθεί σε ένα υπέροχο ζευγάρι γόβες Μανόλο Μπλάνικ! Ο Ντέιβιντ έσπευσε, γονάτισε μπροστά της και της φόρεσε τα πανάκριβα παπούτσια. Τότε η άσχημη πλέον Βικτώρια με κοίταξε μου έκλεισε το μάτι και γελώντας μου είπε: «Θεϊκές γόβες!»
Όλο το ακροατήριο άρχισε να γελάει. Η Βικτώρια κοίταξε με θυμό την Όλγα και τα δύο μου παιδιά και με μία κίνηση τους ρούφηξε τη ζωή! Δεν πίστευα στα μάτια μου! Η γυναίκα μου και τα παιδιά μου στεκόντουσαν μπροστά μου ως άψυχα κουφάρια!
«Γιατί το έκανες αυτό;» ούρλιαξα.
«Ηρέμησε Μιχάλη!» μου απάντησε με αυστηρότητα η Βικτώρια. «Ο οπορτουνισμός είναι το χειρότερο χαρακτηριστικό που έχετε εσείς οι άνθρωποι και η Όλγα και τα παιδιά σου έχουν πολύ από δαύτο. Μη λυπάσαι Μιχάλη γιατί έτσι πρέπει να γίνει. Να πεθάνει το παλιό για να γεννηθεί το νέο!»
Όσο η Βικτώρια έλεγε αυτά τα πράγματα τόσο μεγάλωνε και ασχήμαινε. Στο τέλος είχε φτάσει τα τρία μέτρα και την όψη της πια δεν μπορούσες να την κοιτάξεις και να μην αρρωστήσεις. Η Βικτώρια είχε γίνει το αντίθετο του Θεού! Με κοίταξε με τα κόκκινα μάτια της και με νόημα μου είπε: “Ο διάολος δε φοράει μόνο prada!”
Μετά το μεγάλο φινάλε
Η ζωή μου συνεχίστηκε στο νησί που όλοι αποκαλούσαν “μνημόνησο”. Δεν κατάφερα ποτέ να πάρω τη θέση του παλιού Θεού, αλλά τελικά ούτε και του νέου. Η “ελαφρότητα” της Βικτώριας της έδωσε περισσότερα όπλα απ’ ότι σε μένα η ζήλια μου και τελικά επιβλήθηκε. Δεν θα τα παρατήσω όμως εδώ. Είμαι βέβαιος ότι η ανθρώπινη φύση κυριαρχείται από τη ζήλια και στο τέλος θα βρω κάτι για να φθονήσω στο καταραμένο κορίτσι, την Βικτώρια.
Μέχρι τότε, θα πορεύομαι στους αιώνες κάνοντας βόλτες με το αναπηρικό καροτσάκι μου.